Σι ιζ ιν πάρτιζ!
Δεν ξέρω αν είναι που μεγαλώνω ή αν φταίει το γεγονός ότι το hardware μου όπως και να το κάνεις είναι από το εργοστάσιο αναλογικό, αλλά τα σόσιαλ μίντια κι ο υπερμεγέθης ναρκισσισμός που αυτά φέρουν μου φαίνεται πως γίνονται όλα και πιο βαρετά/ανόητα. Ακόμη πιο ιδιαίτερο και άξιο μελέτης είναι το γεγονός ότι στη (σχεδόν) κβαντική και πολυεπίπεδη σύγχρονη πραγματικότητα όπου το ψηφιακό είναι ισότιμο του αναλογικού (με το virtual να καταφτάνει ταχέως ως επίσης ισοδύναμος πόλος), κάθε ποστ, φόλοου, κόμεντ, λάικ (καρδούλα, γελάκι) κλπ κλπ όχι απλά καθορίζουν την καθημερινότητά μας αλλά κατά βάση είναι αυτά που υφαίνουν το σημερινό χάρτη των διαπροσωπικών σχέσεων. Σε χιουμοριστικά απλά ελληνικά: «πολλή ταλαιπώρια ρε αδερφέ», ιδίως όταν δεν υπάρχει ενσωματωμένο το επαγγελματικό ή καλλιτεχνικό κομμάτι, αλλά και τι να κάνεις; Να σταματήσεις το μέλλον (δυστοπικό ή μη) αποκλείεται, να γκρινιάζεις γι’ αυτό ή να το φοβάσαι, αχρείαστο και άχρηστο, να κολλήσεις στους παλιούς καλούς καιρούς όπου όλα ήταν υπέροχα και οι γνωστές μπαρούφες, μάλλον η χειρότερη επιλογή. Τι μένει λοιπόν; Να προσαρμοστείς, να συνεισφέρεις και να οριοθετήσεις επίσης το μέχρι που ενδιαφέρεσαι και μπορείς να μπεις μέσα σε όλο αυτό. Κάπως έτσι είναι φαντάζομαι το θεωρητικό manual και μετέπειτα στην πράξη όλοι γνωρίζουμε πόσο περισσότερο σουρεαλιστικά είναι τα πράγματα.
Το αστείο είναι ότι ξεκίνησα να γράφω αυτό το κείμενο με αφορμή το κλείσιμο της θρυλικής Rebound (aka υπόγας) στην Πλατεία Αμερικής. Γιατί όμως αυτός ο πρόλογος; Γιατί εδώ και λίγο καιρό έχω συνειδητά αποφασίσει η παρουσία μου στα σόσιαλ μίντια να είναι όσο πιο μινιμαλιστική και διακριτική γίνεται με αποτέλεσμα να ποστάρω αραιά και πού, κυρίως γιατί με ενοχλεί το γεγονός ότι κάθε ποστ, οποιουδήποτε ή οποιασδήποτε, εκλαμβάνεται κατά κύριο λόγο ως ένα κρυμμένο ή φανερό μήνυμα το οποίο οδηγεί σε υποθέσεις και συμπεράσματα που γεννιούνται και ζουν μονάχα στο κεφάλι αυτού/αυτής που τα πλάθει (και μονάχα εκεί) και συχνότατα καμία σχέση δεν έχουν με την πραγματικότητα. Προβολές που θα έλεγε κι ένας θεωρητικός της ψυχολογίας.
Κι η Rebound πού κολλάει ρε μάστορα; Η Rebound λοιπόν ή πιο συγκεκριμένα το κλείσιμο αυτής με έκαναν να σπάσω αυτή την αποχή και να ποστάρω στο φουμπου το λιτό και μελοδραματικό (συγγνώμη coolness police) «Άντε, πάνε και τα νιάτα μας μαζί της». Έτσι δε γίνεται πάντα με κάτι που αγαπάς; Η αγάπη δεν έχει χώρο για νόηση, είναι ατόφιο συναίσθημα. Σε κάνει παρορμητικό. Ε, εγώ αγάπησα και τα νιάτα μου και τη Rebound οπότε διπλός μποναμάς.
Καθαρά μουσικά τώρα, δεν ήμουν ποτέ αποκλειστικά γκοθάς όπως δεν ήμουν ποτέ αποκλειστικά τίποτα. Πέρασα έντονα μια φάση στη μετεφηβεία μου που ο Robert Smith, η Siouxsie, οι Echo and the Bunnymen, οι Sound, οι Trisomie 21, οι Sad Lovers And Giants και πολλοί άλλοι σκοτεινοί τύποι με στοίχειωσαν και τους αγάπησα βαθιά. Έβαλα και eyeliner, έξασα και το μαλλί, έβαλα και ταλκ για να ασπρίσει η μούρη μου. Τους αγάπησα πιο πολύ από τους τεχνοκράτες προγκρεσιβάδες και μεταλλάδες της εφηβείας μου (Camel, Renaissance, Eloy, Iron Maiden, Rush, Metallica), τόσο πολύ που δεν υπήρξε ποτέ ξανά θέμα σύγκρισης. Καλοί και χρυσοί οι Camel αλλά δεν έφτασαν ποτέ στα βάθη που έφτασε ο Ροβέρτος Σμιθ ή o Morrissey και οι στίχοι του.
(Όπως αργότερα και όλοι οι σκοτεινοί θιασώτες παραγκωνίστηκαν κάπως με τη σειρά τους όταν ανακάλυψα πως στα τέσσερα άλμπουμ των Velvets παίχτηκε σχεδόν όλη η ποπ και ροκ μουσική που ξέρουμε)
Κανένα πολύπλοκο κιθαριστικό σόλο που λέτε, κανένα πέτσινο με καρφιά, κανένα επικό σύμπαν δεν κατάφεραν να με κάνουν να νιώσω το δέος που ένιωσα όταν πρωτοπήγα στην υπόγα. Πέραν του όλου σκηνικού που ο καταμερισμός των ρόλων θύμιζε σκυλάδικο μιας και οι παλιοί είχαν το τραπέζι τους, το κομμάτι τους, το χορό τους που δεν επιτρεπόταν να ενοχλήσεις και πολλά άλλα τέτοια, αστεία και μη, το βασικό οξύμωρο ήταν ότι στη Rebound υπήρχε ζωή. Και λέω οξύμωρο γιατί η gothic κουλτούρα θεωρητικά υμνεί κατά βάση το θάνατο, το σκοτάδι και το μεταφυσικό. Έλα όμως που οι άνθρωποι εκεί χόρευαν (και χόρευαν πολύ και μάλιστα σε πίστα), φλέρταραν, έπαιζαν ρόλους, εξέφραζαν ανοιχτά τον ερωτισμό τους όποιου είδους κι αν ήταν αυτός και γινόντουσαν αποδεκτοί. Έχτιζαν μια μικροκοινότητα όπου φρικιά, κονιόρδοι, γκοθ λόρδοι, ξωτικά, ιντάστριαλ θωρηκτά, πανκιά, τουρίστες, μέχρι και σκινάδες (φασίστες ή μη) και λοιποί άλλοι, με τα έτσι και τα αλλιώς κατάφερναν να συνυπάρχουν και όταν έφτανε το ξημέρωμα να φεύγουν μεθυσμένοι και χαρούμενοι.
Όπως και να το κάνουμε από τα 80s μέχρι και σήμερα (το ’86 άρχισε η Rebound να είναι γκοθάδικο και ονομάστηκε έτσι) υπάρχει μια μακρά πορεία που καθιστά το μέρος αυτό κλασσικό και μνημείο της πόλης. Σε μια πιο ανοιχτόμυαλη κοινωνία θα αντιμετωπίζονταν και θεσμικά ως τέτοιο αλλά μάλλον μιλάμε για όνειρα θερινής νυκτός επί της παρούσας συνθήκης.
Τα τελευταία χρόνια που δήλωνα το παρών εκεί (από το 2012 μέχρι το 2017 δηλαδή), μεταξύ φίλων τη λέγαμε χαριτολογώντας “Ντισκοτέκ” γιατί με βάση τα παλιά δεδομένα είχε ελαφρύνει πολύ, χιψτεριάσει όπως θα λέγανε κάποιοι, ανοιχτομυαλιάσει όπως το βλέπω εγώ από τη μεριά μου. Μου φαινόταν πολύ ευχάριστο το γεγονός ότι πιτσιρικάδες τα σπάγανε στην πίστα χωρίς να χρειάζεται να περάσουν από άτυπη μύηση, να έχουν συγκεκριμένο ενδυματολογικό κώδικα και να παίζουν κάποιο μονόπρακτο για να χωρέσουν στο κλίμα. Εντάξει, χανόταν ένα κομμάτι εξωτικισμού και μυστηριώδους γοητείας αλλά μεγάλωνε το κέφι και η εξωστρέφεια. Είμαι πραγματικά πολύ χαρούμενος που άφησα τη Rebound με περισσότερους Last Drive και Jesus And Mary Chain στο πρόγραμμα αντί για Death In June και Kirlian Camera και ο νοών νοείτω. Γούστα είναι αυτά θα μου πει κάποια/ος εύλογα, θα συμφωνήσω και θα αρκεστώ σε ένα απλό ότι την προσφορά και την αισθητική όλων μας μόνο η ιστορία μπορεί να την κρίνει.
Κλείνοντας, δεν μπορώ να κρύψω πως η Rebound ήταν το μόνο νυχτερινό μαγαζί στην Αθήνα που λαχταρούσα τόσο να επισκεφτώ τα χρόνια που δεν ζω εκεί και θα μου λείψει πραγματικά πολύ. Η δε, βραχείας διάρκειας, παλιότερη εποχή που υπήρχε και η Μάχη, το σκοτεινό μπαράκι κοντά στην πλατεία Κολιάτσου, έκανε την περιοχή να είναι η ονείρωξη κάθε γκοθοβρικόλακα των Αθηνών και τα μούτρα μου να χαμογελάνε πλατιά τώρα που τα σκέφτομαι ξανά όλα αυτά.
Να ζήσουμε να τη θυμόμαστε και μου χρωστάτε Rebound-o-κόλλυβα όταν ξανάρθω.
ΥΓ1:Ελπίζω και εύχομαι να μην έχουμε να κάνουμε με περίπτωση Πυξ Λαξ και να μην ξανανοίξει.
ΥΓ2: Πόσο ωραίο και απρόσμενο ότι το πρώτο κείμενο που έγραψα στη νέα μου πόλη, το Εδιμβούργο, είναι για τη Rebound; Μιλάμε για τρου γκοθίλα τριγύρω.
Χαρούμενο το 2022!
Θάνος Σιόντορος