Hymn of the Big Wheel
2 χρόνια στο Μπρίστολ μέσα από 35 live.
Το ότι θα ζούσα εκτός Ελλάδος ήταν κάτι που το είχα σκεφτεί στο παρελθόν, ιδίως όταν η οικονομική κρίση άρχισε να μας χαμογελά με νόημα. Το πώς όμως αυτό θα γινόταν πραγματικότητα ούτε το είχα φανταστεί ούτε και θα μπορούσα να το φανταστώ όσο κι αν προσπαθούσα, καταλήγοντας για μια ακόμη φορά στο συμπέρασμα ότι η ίδια η ζωή είναι μακράν ο καλύτερος σεναριογράφος. Τώρα αν κάποιοι σε αυτή τη φράση ανιχνεύσουν μια ένδειξη μοιρολατρείας, ή είναι εξαιρετικά τυχεροί, ή εξαιρετικά πειθαρχημένοι, ή τόσο προσκολλημένοι στο εγώ τους που πιθανόν να μην αντιλαμβάνονται ένα τεράστιο κομμάτι του τρόπου με τον οποίο ξεδιπλώνεται αυτός ο κόσμος. Όλα τα σενάρια ανοιχτά και καμία μα καμία διάθεση κριτικής ή αντιπαράθεσης παρούσα.
Το Μάρτιο του 2018 έφυγα από την Αθήνα για να εργαστώ στο εξωτερικό και το Μάη του ίδιου χρόνου εγκαταστάθηκα στο Μπρίστολ. Είχα ήδη επισκεφτεί τρεις φορές την Αγγλία στο παρελθόν και η αλήθεια είναι πώς δεν έμεινα ποτέ τρελά ενθουσιασμένος. Κάποια πράγματα ήταν σαφώς πιο λειτουργικά απ’ ότι στην Ελλάδα και κάποια άλλα αρκετά ενοχλητικά. Ακόμη και σήμερα, δύο χρόνια μετά από την αρχική μου εγκατάσταση εδώ, πάνω-κάτω έχω την ίδια εντύπωση. Απ’ ό,τι φαίνεται είμαι άνθρωπος για τον οποίο η πρώτη εντύπωση είναι και αυτή που τελικά ισχύει, πριν προλάβουν σκέψεις, προκαταλήψεις και ανάγκες που έγιναν φιλοτιμίες να την αλλοιώσουν. Το μόνο σίγουρο όμως είναι ότι έμαθα πολλά πράγματα που δεν ήξερα και συνεχίζω να μαθαίνω, είδα τρόπους αντιμετώπισης καλύτερους από αυτούς που γνώριζα, αλλά και νοστάλγησα συμπεριφορές και καταστάσεις που δεν ταιριάζουν με το γηγενές περιβάλλον. Ανθρώπινα πράγματα δηλαδή.
Το Μπρίστολ υπήρξε θρυλικό για κάμποσα άτομα της ηλικίας μου, μιας και η πρώιμη νιότη μας συνέπεσε με τη μουσική άνθισή του στη δεκαετία του ’90. Με δέος και ενθουσιασμό ανακαλύπταμε τις μουσικές των Massive Attack, των Portishead, του Tricky και την κουλτούρα των soundsystems όπως αυτά ήρθαν στην Αγγλία από τους Τζαμαϊκανούς μετανάστες. Σίγουρα δεν είχαμε ξανακούσει ήχους σαν αυτούς και το μυαλό μας έπαιρνε φωτιά με κάθε ρίμα ή νότα που ξεπηδούσε από δίσκους και cd. Αργότερα, προσωπικά εντυπωσιάστηκα επίσης από τα πολλά (μα πάντα θεοσκότεινα) πρόσωπα του Matt Elliott και του αρχικού του σχήματος The Third Eye Foundation, την πολυσυλλεκτική γκρούβα των Up, Bustle & Out, τον μελωδικό θόρυβο των Fuck Buttons και τον ξεχωριστό DJ Derek, για να αναφέρω μερικά ονόματα.
Στις μέρες μας, πραγματικά αμφιβάλλω κατά πολύ σχετικά με το πόσο η πόλη αυτή της νοτιοδυτικής Αγγλίας διατηρεί ακούσιο τον πολιτιστικό χαρακτήρα για τον όποιο έγινε γνωστή και ο οποίος την εκτόξευσε κάποτε στον παγκόσμιο (μουσικά τουλάχιστον) χάρτη. Ακολουθώντας τη νομοτελειακή πορεία των πραγμάτων, επαναπαύτηκε στις δάφνες του παρελθόντος και μάλλον παρουσιάζεται/πωλείται ως ένα πάρκο εναλλακτικής διασκέδασης και εναλλακτισμού γενικότερα, στερούμενη όμως τη σπίθα εκείνη που δημιούργησε κάποτε τη φλόγα και μετέπειτα την πυρκαγιά. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι δεν μπορούν ο κάτοικος ή ο εκάστοτε επισκέπτης να βρουν υπέροχες μουσικές για να ακούσουν, πληθώρα συναυλιών για να παρευρεθούν και μια έντονη καλλιτεχνική δραστηριότητα για να χαθούν μέσα της, κάθε άλλο. Όλα εκεί (ή μάλλον εδώ) είναι, περιμένοντας όμως μια άλλη σπίθα που θα μετατρέψει ξανά το κατεστημένο σε ρηξικέλευθο. Όπως και να ‘χει, η πόλη χαρακτηρίζεται από τις μουσικές και είναι γεμάτη από αυτές.
Προβαίνοντας σε έναν αυθαίρετο και εκ των πραγμάτων τραβηγμένο παραλληλισμό θα χαρακτήριζα κοινωνιολογικά το Μπρίστολ ως τη χρυσή τομή μεταξύ Πάτρας και Πύργου για να γίνω αρκετά κατατοπιστικός και δόκιμος (sic) απέναντι στους Έλληνες αναγνώστες.
Μια εύπορη, πολυπολιτισμική, θεωρητικά ανοιχτόμυαλη, έντονα πράσινη, πολύ φιλική προς το χρήστη και γενικά όμορφη πόλη του νότου της Γηραιάς Αλβιώνας την οποία θα πρότεινα ανεπιφύλακτα ως προορισμό επίσκεψης σε οποιονδήποτε.
O δικός μου τρόπος να μετρήσω αυτά τα δύο χρόνια ήταν -τι άλλο;- οι μουσικές και τα live στα οποία παρευρέθηκα και για τα οποία θα προσπαθήσω να πω μερικές κουβέντες παρακάτω.
2 χρόνια στο Μπρίστολ λοιπόν, ξεκινώντας με τον εαυτό μου “χαμένο στο διάστημα” ένα πράμα, stranger in a strange land και τελειώνοντας με τις πρώτες στιγμές έλευσης του κορονοϊού. Αν μη τι άλλο, ένα μενού αρκετά υποσχόμενο που περιλαμβάνει 35 στάσεις, 6 εκ των οποίων και σε άλλες πόλεις.
Ξεκινάμε.
- DeCyphers / The Canteen, 14/5/2018
Η Canteen είναι κάτι σαν το Nosotros αλλά στο πολύ πιο χρωματιστό, ανοιχτόμυαλο, πολυπολιτισμικό και χαρούμενό του. Στεγαζόμενη στο Hamilton House, στα αντίστοιχα Εξάρχεια του Μπρίστολ (βλ. Stokes Croft), δίνει παροντικά σκληρή μάχη με την ανάπλαση της περιοχής (gentrification που λένε και στο χωριό), ώστε να παραμείνει ένας ανοιχτός, αυτόνομος χώρος, δωρεάν κατά κύριο λόγο διασκέδασης, πληθώρας μαθημάτων, συνάντησης πολιτισμών, χαμηλών τιμών και όμορφης ατμόσφαιρας γενικότερα. Εκεί λοιπόν αποφάσισε να με πάει μια Δευτέρα από τις πρώτες μου στην πόλη ο συμπατριώτης, πρώην συγκάτοικός μου, που ως τυπικός (νεο)Έλληνας κάνει κυριολεκτικά τα πάντα για να προλάβει να σε σκλαβώσει πρώτος, προσφέροντας απλόχερα.
Οι DeCyphers είναι μια εξαιρετική hip hop μπάντα της πόλης που μπολιάζει το old school hip hop με jazz και funk και για καλή μας τύχη εκείνη τη Δευτέρα διοργάνωναν βραδιά open mic. Ως αποτέλεσμα, είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε μαζί τους και κάμποσα επιπλέον φυντάνια, κάποια εκ των οποίων σε άφηναν κυριολεκτικά με ανοιχτό το στόμα. Ακόμη θυμάμαι ένα μικροκαμωμένο, σχεδόν καρτουνίστικο αγοροκόριτσο να φτύνει ρίμες με ταχύτητα πολυβόλου και να ξεχωρίζει αισθητά. Όσο της “έλειπε” σε μπόι και στερεοτυπικά αναμενόμενη αισθητική το είχε σε κότσια, δημιουργική τρέλα και ωραίο vibe.
Η σκέψη μου όταν τέλειωσε το live, δεν σας κρύβω, ήταν πως αν αυτό είναι το δωρεάν μενού μιας τυχαίας Δευτέρας, μάλλον το μουσικό ταξίδι στην πόλη θα είναι πέρα για πέρα ενδιαφέρον.
Το ένστικτο μου από την άλλη, πολύ νωρίτερα, είχε ήδη αρχίσει να στέλνει σινιάλα μόλις είδα το μπλουζάκι του ντράμερ των DeCyphers: το logo του Aphex Twin στέκονταν επάνω του περήφανο, κλείνοντάς μου χαρακτηριστικά το μάτι.
2. Aidan Moffat, RM Hubbert / Rough Trade, 24/5/2018
Το πρώτο “κανονικό” live που θα παρευρισκόμουν στο Μπρίστολ έμελλε να είναι εκείνο του Aidan Moffat και η αλήθεια είναι πως είμαι πολύ χαρούμενος γι’ αυτό. Η εκτίμηση που τρέφω για τον συγκεκριμένο μουσικό ξεκινά από τις παλιές καλές μέρες των Arab Strap και κορυφώνεται κυρίως στο πρότζεκτ του L. Pierre που πραγματικά δεν καταλαβαίνω γιατί είναι τόσο παραγνωρισμένο. Προσωπικά το βρίσκω ιδιοφυές. Τέλος πάντων.
Σε εκείνη τη συγκυρία περιόδευε με τον αναμφίβολα πληθωρικό συνεργάτη του RM Hubbert, γεμίζοντας με ιδιοσυγκρασιακή indie folk τον πίσω χώρο του τοπικού Rough Trade και καλαμπουρίζοντας φλεγματικά μεταξύ των κομματιών με βαριά σκωτσέζικη προφορά. Δεν καταλάβαινα σχεδόν τίποτα εδώ που τα λέμε μιας και μέχρι να συνηθίσει το αυτί σου τα αγγλικά όπως ομιλούνται στη χώρα προέλευσής τους παίρνει κάμποσο καιρό (για τη σκωτσέζικη βερσιόν ας μη μιλήσουμε καν). Πολύ θα το ήθελα πάντως μιας και όταν ο Moffat ανοίγει το στόμα του σχεδόν πάντα κάτι ενδιαφέρον έχει να πει. Εν κατακλείδι ένα πολύ όμορφο βράδυ. Διασκεύασε και το “Only You” των Yazοo κάνοντας το δέκα φορές καλύτερο.
3. Adam Betts / The Gallimaufry, 30/5/2018
Το live αυτό παραμένει μέχρι και σήμερα η πιο ευχάριστη έκπληξη που έχω ζήσει μουσικά στο Μπρίστολ αναλογιζόμενος το γεγονός ότι δεν είχα κυριολεκτικά ιδέα του τι με περιμένει. Σε μια από τις πιο ωραίες αισθητικά pubs της πόλης, χωρίς εισιτήριο και με τον κόσμο να έχει γεμίσει από νωρίς το χώρο, ο εκπληκτικός αυτός ντράμερ έδωσε μια άλλη διάσταση στο τι σημαίνει να παίζεις ζωντανά χρησιμοποιώντας μονάχα το drum kit σου και ένα λάπτοπ για να χτίζεις τις συνθέσεις σου. Με μια απίστευτη δυναμική και μια πραγματική επίδειξη συντονισμού των άνω και κάτω άκρων του, ο Betts έπαιξε κανονικά ένα ολόκληρο, (σχεδόν) techno set, ωθώντας πολλούς αυχένες να ξεβιδωθούν από το πάνω-κάτω. Κάνοντας κάτι πραγματικά πολύπλοκο να φαντάζει εύκολο, σε έβαζε στο τριπ να σκεφτείς με τι μικροχρόνους έπαιζε στον εγκέφαλό του ο άνθρωπος για να το αποδώσει όλο αυτό ζωντανά και ταυτόχρονα σε κλώτσαγε για να σταματήσεις να σκέφτεσαι και να αφεθείς στη μαγεία της μουσικής. Φανταστικό βράδυ, τόσο πολύ που έσπευσα να στείλω email σε διοργανωτή συναυλιών της Αθήνας ενημερώνοντάς τον σχετικά. Ελπίζω η πρότασή μου κάποια στιγμή να πιάσει τόπο και οι Έλληνες μουσικόφιλοι να απολαύσουν τον Adam Betts επί σκηνής. Θα με θυμηθείτε.
4. Crows / Rough Trade, 31/5/2018
Τα Κοράκια δεν τα ήξερα αλλά ο προαναφερθέντας μερακλής συγκάτοικος είχε ήδη πάρει δυο εισιτήρια κι έτσι κατευθυνθήκαμε προς το Rough Trade για να δούμε τι μας περιμένει. Αφού υπομείναμε ένα από τα χειρότερα support acts που έχω δει ποτέ (κι έχω δει κάμποσα η αλήθεια είναι), με τη σκιαχτική αύρα του frontman να μας κάνει να θέλουμε να το βάλουμε στα πόδια, λυγίσαμε και βγήκαμε στο μπαρ για να περιμένουμε μέχρι οι Crows να ανέβουν στη σκηνή. Λονδρέζοι, στην ίδια εταιρεία με τους Idles και τους Heavy Lungs (βλ. Balley Records), έχουν σίγουρα σε υπόληψη τους Fall, τους Ισλανδούς Singapore Sling, τους Joy Division, τους Jesus And Mary Chain και κάμποσους ακόμα αυτής της συνομοταξίας, περιδιαβαίνοντας ανάμεσα στο post punk και τις βρώμικες κιθάρες αγνώστου πατρός. Βρώμικες να είναι κι ας έρχονται απ’ όπου θέλουν. Μια χαρά live κι αν τους πετύχετε πουθενά μη διστάσετε, ωραία θα περάσετε.
5. Snazzback / The Canteen, 8/6/2018
Αν το Μπρίστολ είχε εθνική ομάδα μουσικών αυτή θα ήταν χωρίς δεύτερη σκέψη οι Snazzback. Επταμελές σχήμα, με την China Bowls κυρίως στα φωνητικά, οργώνουν τακτικότατα την πόλη γκρουβάροντας εξαιρετικά και ανακατεύοντας ποίκιλα υλικά. Jazz, funk, soul, hip hop, afrobeat, μέχρι και punk, όλα δοσμένα μέσα από ένα κινηματογραφικό πρίσμα όπως το δίδαξαν οι ανάλογες μπάντες των 70s. Γενικά δεν παίζει να μην περάσεις καλά άμα τους πετύχεις και το να τους δεις να παίζουν κάπου στο Μπρίστολ είναι απαραίτητο για να πεις ότι πήρες μυρωδιά από το τι συμβαίνει στα ντόπια μουσικά δρώμενα. Κάτι σαν σφραγίδα στο διαβατήριο ή να πάρεις flyer από το Ραουζαίο μετά από live (έξω απ’ το Gagarin) ένα πράμα, για εμάς τους παλαιότερους. Αν δεν έπαιρνες flyer ήταν σα να μην είχες πάει στο live.
6. Ólafur Arnalds / Bath Forum, 27/9/2018, Bath
Επιστρέφοντας στους εξαιρετικής ευφυΐας και σύλληψης παραλληλισμούς ελληνικών και αγγλικών πόλεων, το Bath είναι κάτι σαν το Ναύπλιο αλλά στο πιο μινιόν. Κατρποσταλίστικα όμορφο και χαλαρό, μια πόλη για συνταξιούχους όπως συνηθίζω να λέω, αποτελεί τουριστικό προορισμό μάλλον για τα Ρωμαϊκά λουτρά του αλλά και πάλι δεν εξηγείται γιατί είναι τόσο τουριστικό. Τελικά πλέον καταλήγω στο συμπέρασμα πως στο μεγάλο νησί, αν μια πόλη είναι στο νότο και είναι και κάπως σουλουπωμένη είναι και τουριστική, τέλος. Το Bath Forum είναι ένας υπέροχος παλαιάς κοπής χώρος όπου σε κάνει να φαντάζεσαι κατευθείαν παραστάσεις του Shakespeare και ορχήστρες κλασσικής μουσικής με το που πάρεις τη θέση σου. Κατά κάποιο τρόπο και ο Ισλανδός Ólafur Arnalds πάνω σε αυτή την κλασσική παράδοση πατά και χτίζει τη μουσική του η οποία ομολογουμένως είναι ξεχωριστή. Νεοκλασικά μοτίβα, ηλεκτρονικά, μελωδίες, ρυθμοί και σιωπές και ο τόσο χαρακτηριστικός τρόπος των Σκανδιναβών να εκφράζουν το χιούμορ τους, συνέθεταν το παζλ της βραδιάς που πέρα από κάθε αμφιβολία ήταν ένα πανέμορφο ταξίδι.
7. Suzanne Ciani / Colston Hall, 6/10/2018
Η υπομονή σε πολλές περιπτώσεις είναι πράγματι αρετή και η περίπτωση της πρωτοπόρου αυτής μουσικού το αποδεικνύει περίτρανα. Ποιος να το φανταζόταν πριν 30-40 χρόνια ότι τα συνθεσάιζερ θα γίνονταν οι νέες κιθάρες και ότι ο Jean Michel-Jarre ή ο Vangelis πχ στο πιο mainstream και η Suzanne Ciani στο πιο underground θα έβρισκαν καθολική αναγνώριση και από βαρετοί και ξενέρωτοι θα μετατρέπονταν σε οραματιστές; Να ‘χαμε να λέγαμε και να ‘χαμε να πούμε όπως δήλωσε κάποτε και o μέγας φιλόσοφος της καθημερινότητας κ. Αυγολέμονος. Το Colston Hall είναι κάτι σαν τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών και πολλά ενδιαφέροντα δρώμενα στην πόλη οργανώνονται υπό την αιγίδα του. Το live της Ciani έγινε στο φουαγιέ του χώρου και ήταν πέρα για πέρα ενδιαφέρον, καθηλώνοντας το κοινό. Στο τέλος του ακολούθησε και ανοιχτή συζήτηση με τη δημιουργό, όπου αποδείχτηκε πως η διανοητική της ευφυΐα συμβαδίζει θαυμάσια με τη συναισθηματική.
8. Brian Jonestown Massacre / Motion — The Marble Factory, 14/10/2018
Τρίτη φορά που διασταυρώνονται οι δρόμοι μας με τον Anton Newcombe και την ψυχεδελική κομπανία του και ποτέ δεν έμεινα παραπονεμένος. Οι εποχές που έπαιζε κλωτσίδια επί σκηνής με τα μέλη της μπάντας του έχουν (μάλλον) περάσει ανεπιστρεπτί και αν κάποιος αρέσκεται σε αυτό που πολύ γενικά θα χαρακτηρίζαμε ως ψυχεδελικό ροκ, δύσκολα θα βρει στις μέρες μας καλύτερους εκπροσώπους. Κατ’ εμέ οι Brian Jonestown Massacre μπορούν πλέον με κάθε επισημότητα να τοποθετηθούν δίπλα στα μεγαθήρια της δεκαετίας του ’60· όχι μόνο κατάφεραν να φτάσουν τα είδωλά τους αλλά σε αρκετές περιπτώσεις τα ξεπέρασαν κιόλας, τόσο σε ποιότητα όσο και σε συνέπεια. Ο πληθυντικός τώρα στα γραφόμενα μάλλον είναι ευγενείας μιας και ουσιαστικά ο κ. Newcombe είναι όλο αυτό, όχι μόνος του βέβαια, αλλά BJM χωρίς Newcombe είναι Cure δίχως Robert Smith. Γίνεται; Δε γίνεται.
Το Marble Factory είναι ένας από τους χώρους του club Motion το οποίο αποτελεί και το βαρύ πυροβολικό στην club σκηνή της πόλης φιλοξενώντας όλα τα μεγάλα ονόματα παγκοσμίως και δίνοντας και χώρο συχνά πυκνά για πιο παραδοσιακά live, καλή ώρα. Όσο πιο φευγάτη δε η μπάντα τόσο το καλύτερο.
9. Saul Williams & David Murray Quartet / The Fleece, 21/10/2018
Το spoken word ως είδος δεν το λες ευκολάκι και βατό. Συνήθως είναι έντονα πολιτικό αλλά κι όταν αυτό δε συμβαίνει, οι λέξεις έχουν μια ισχυρή δυναμική και απαιτούν ιδιαίτερη προσήλωση από τον ακροατή. Σε γενικές γραμμές δύσκολα πας σε ένα spoken word gig για να το ρίξεις λίγο έξω ή για να πιεις μπυράκια με τα παιδιά.
To Saul Williams τον ήξερα από τις παλιές ένδοξες μέρες της Ninja Tune και πάντα ακούγοντάς τον καταλάβαινες ότι δεν κολλάει μπρίκια. Το David Murray δεν τον ήξερα αλλά το βιογραφικό του όταν το χαζέψεις δε σου αφήνει πολλά περιθώρια, είναι προφανές πως είναι αφιερωμένος ψυχή τε και σώματι στη jazz. Αυτά λοιπόν όσον αφορούν στη θεωρητική προσέγγιση της συγκεκριμένης σύμπραξης μιας και η πράξη καθαυτή ήταν ακόμη καλύτερη.
Με την πλάστιγγα να γέρνει καταφανώς προς το δεύτερο σκέλος του διπόλου ποσότητα-ποιότητα, ο κόσμος ήταν λίγος, αλλά καθένας από τους παρευρισκόμενους έκανε μπαμ πως ήξερε πού ήταν και πως δεν είδε απλά φως και μπήκε. Μάλιστα με κάποιους που έτυχε να πιάσω και κουβέντα είχαν έρθει οικογενειακώς (από εγγονό έφηβο μέχρι παππού σε αναπηρικό αμαξίδιο) από διπλανή πόλη, «για να δουν τον Dave!» όπως μου είπαν λάμποντας.
Σε όλα αυτά προσθέστε και ότι το Fleece είναι το Αν του Μπρίστολ, ποτισμένο από χρόνια συναυλιών και αναμνήσεων, γεγονός που έκανε ακόμη καλύτερο το σκηνικό για το συγκεκριμένο live.
Σπουδαία εμπειρία εν κατακλείδι, εξαιρετική χημεία των μουσικών, λέξεις που έπιαναν τόπο, αυτοσχεδιασμοί που εξυπηρετούσαν και το σύνολο και την πετριά του κάθε παίχτη, όλα σούπερ, όλα μια χαρά.
10. The Church / The Fleece, 30/10/201
Πάντα μου άρεσε η νεοψυχεδελική, αρτίστικη και ονειρική ποπ/ροκ των Church της δεκαετίας του ’80. Γενικά νομίζω πως εμείς οι Έλληνες κάτι παθαίνουμε με τα Αυστραλέζικα, ιδιώς αυτά των 80s. Αναλογικά περισσότερους μουσικόφιλους έχω γνωρίσει να πίνουν νερό στο όνομα του Cave, των Go-Betweens, των Triffids και τόσων άλλων στην Ελλάδα παρά στην Αγγλία. Αστείο δεν ακούγεται; Τώρα αν αυτό οφείλεται σε κάποια φουρνιά μουσικογραφιάδων που κάποτε έσπειραν το μικρόβιο ή σε άλλους λόγους που αγνοώ παντελώς, ούτε έχω απάντηση ούτε έχει και μεγάλη σημασία.
Γεμάτος χαρά πήγα στο Fleece να συναντήσω τους Αυστραλούς παλιόφιλους λοιπόν και να πεις ότι δεν ήταν συνεπείς ή τίμιοι δεν μπορείς. Να πεις όμως ότι μπορούσαν κάπως να συνδεθούν με το σήμερα και πάλι δεν μπορείς. Έχω δει μπάντες γηραιότερων μουσικών από τους Church οι οποίες στέκονταν επάξια στην σκηνή είτε λόγω μεγέθους, είτε λόγω ειδικού βάρους (πχ οι Love του Arthur Lee) και άλλες να φλερτάρουν με το κωμικοτραγικό (πχ οι Seeds του Sky Saxon). Οι Church λοιπόν ήταν κάπου στη μέση και το συναίσθημα που αναδυόταν συνεχώς εκείνο το βράδυ ήταν ο θυμός του 65χρονου πια Steve Kilbey, ο οποίος ήταν προφανές ότι δεν μπορεί να καταλάβει το σημερινό κόσμο και δεν είχε κανένα πρόβλημα να διαμαρτύρεται γι’ αυτό διαρκώς. Σίγουρα όμως θυμώνοντας δεν άφηνε και τόσο χώρο στο λυρισμό να αναδυθεί. Το λυρισμό εκείνο που έκανε τη μπάντα του κάποτε να λάμψει μέσα στο αχανές underground και μαζί με αυτήν λάμπαμε κι εμείς ακούγοντας τους, ονειροπολώντας για ένα καλύτερο αύριο. Α, λέτε αυτή η ματαίωση να ήταν η αιτία του θυμού του; Ποιος να ξέρει άραγε…
11. Jehst / The Fleece, 6/11/2018
Και μιας και μιλήσαμε για θυμό, αν ο προαναφερθέντας Kilbey είχε τις τσαντίλες του, πού να ήσαστε παρόντες/παρούσες στο live του Jehst μια βδομάδα αργότερα στον ίδιο χώρο. Εκεί δεν ήταν τόσο ο καλλιτέχνης o πομπός του συγκεκριμένου συναισθήματος αλλά το ένιωθες παντού στο χώρο βρε παιδάκι μου. Από τον “είμαι σκληρός καριόλης” πορτιέρη μέχρι όλη την hip hop πιτσιρικαρία της πόλης που είχαν έρθει για να ακούσουν τον ράπερ από το Kent, όλοι ήταν στις επάλξεις και δε σήκωναν πολλά πολλά. Δε θυμάμαι η αλήθεια είναι αν εκείνη την περίοδο παίζονταν σημαντικά επεισόδια της φαρσοκωμωδίας που ακούει στο όνομα Brexit μιας και ένα από τα καλά του να είσαι μετανάστης είναι τα φίλτρα προστασίας που αποκτάς σχετικά με την ηλιθιότητα της εκάστοτε επικαιρότητας, έχεις πιο σοβαρά πράγματα να ασχοληθείς. Υπήρξε πάντως μια παρατεταμένη περίοδος έντασης και ως γνωστόν όταν τσακώνονται τα βουβάλια, αν δεν την πληρώσουν τα βατράχια τυχερά θα είναι, αλλά να μην το πάρουν είδηση αποκλείεται.
Ο Jehst είναι από τους πιο γνωστούς εκπρόσωπους της βρετανικής hip hop σκηνής με μακρά πορεία και οι συστάσεις σχετικά με αυτό με έκαναν να πάω στο live. Απ’ ό,τι φαίνεται όμως, παρόλη την αναμφισβήτητα ειλικρινή προσέγγιση, το όλο σκηνικό είναι έτσι στημένο που έχει περιορισμένη εμβέλεια και δεν είναι τυχαίος εν τέλει και ο έντονα τοπικός χαρακτήρας του, βλ. δηλαδή τα όρια του νησιού. Για την ιστορία, δεν έμεινα όλο το βράδυ αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν ήταν καλό το live. Δεν είναι όλα για όλους, απλά.
12. Pharoah Sanders / National Concert Hall, 7/11/2018, Dublin
Αν έπρεπε να διαλέξω μονάχα ένα live απ’ όσα παρευρέθηκα σ’ αυτά τα δύο χρόνια, θα ήταν χωρίς δεύτερη σκέψη η εμφάνιση του μυθικού Pharoah Sanders στο αντίστοιχο Μέγαρο Μουσικής του Δουβλίνου. Σε μια επίσκεψη τσακ-μπαμ στην πρωτεύουσα της Ιρλανδίας καθαρά επί τούτου, κατάφερα να μοιραστώ τον ίδιο χώρο με ένα από τα ελάχιστα, τόσο ιερά, ζωντανά τέρατα της μουσικής. Ο άνθρωπος είχε παίξει με τον John Coltrane και τη γυναίκα του Alice, τι να λέμε τώρα. Και μάλιστα όχι ως κομπάρσος αλλά ως πρωτεργάτης του πιο ανοιχτόμυαλου και ουσιαστικά ρηξικέλευθου μουσικού είδους που έχει γνωρίσει το ανθρώπινο είδος (κατ’ εμέ πάντα), της free jazz δηλαδή. Ο δε Albert Ayler σε μία θρυλική για τη free jazz ρήση του είχε πει το εξής: «Αν ο Trane είναι o Πατήρ και ο Pharoah Sanders o Υιός, εγώ είμαι το Άγιο Πνεύμα». Ε γι’ αυτόν τον Υιό μιλάμε αυτή τη στιγμή.
Ψαρωτικός φουλ, έσκασε στη σκηνή με καρό πουκάμισο Καναδού ξυλοκόπου και παντόφλα σκρατς-σκρατς (βέβαια αυτό με την παντόφλα το είχε κάνει κι ο J Melik παλιότερα, λέτε από κει να το κόπιαρε ο παππούς Pharoah;) και γκρούβαρε ανελέητα με το κουαρτέτο του για 2 ολόκληρες ώρες, στα 78 του παρακαλώ. Πέρασε από διάφορες περιόδους της καριέρας του, αυτοσχεδίασε, μας πήρε τα μυαλά και τα σήκωσε και έκανε φαντάζομαι όλους τους παρευρισκόμενους να νιώθουν πλήρη ευγνωμοσύνη που τον είδαν να ξεδιπλώνει το ταλέντο του. Ευγνωμοσύνη, αυτή είναι η λέξη. Το τελικό standing ovation είναι από αυτά που δεν ξεχνάει κανείς εύκολα.
(Αχρείαστο trivia της βραδιάς: Μετά το live, στο τίμιο το σαντουιτσάδικο το σωστό, έτυχε να γνωρίσω και τον πρώτο Θιβετιανό στη ζωή μου, το σαντουιτσά που είχε βγει να κάνει διάλειμμα. Το στερεότυπο ισχύει εντελώς λέμε· τι κάνουν αυτοί οι άνθρωποι και είναι τόσο πράοι κι ευγενικοί ρε παιδί μου;)
13. GoGo Penguin / SWX, 14/11/2018
Μια αδυναμία στους πιγκουίνους την είχα πάντα, πολύ συμπαθητικά ζώα. Πολύ συμπαθητική είναι και η μουσική των GoGo Penguin. Δεν ξέρω κατά πόσο μπορούν να γίνουν εύκολα η αγαπημένη σου μπάντα ή να προκαλέσουν βαθιές ρωγμές στο συναισθηματικό σου κόσμο, ο εγκεφαλικός τρόπος όμως με τον οποίο αντιμετωπίζουν τη jazz και το σμίξιμο αυτής με ηλεκτρονικά και σύγχρονη κλασσική είναι ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον χαρμάνι που εντελώς ασυγκίνητο δε γίνεται να σε αφήσει. Το SWX είναι το Fuzz του Μπρίστολ με πολύ καλό ήχο, ένας υψηλών προδιαγραφών χώρος φτιαγμένος ξεκάθαρα για συναυλιάκηδες. Το συγκεκριμένο live ένα από αυτά που περνάς πολύ ωραία όσο είσαι εκεί αλλά για κάποιο λόγο δεν έχεις και πολλά να ανακαλέσεις μετά. Μάλλον κάπως έτσι πρέπει να λειτουργούν οι αυστηρά εγκεφαλικές απολαύσεις, εν γένει και εν τέλει.
14. Mary Lattimore / Rough Trade, 20/11/2018
Η πρώτη φορά που άκουσα κομμάτι της όχι και τόσο γνωστής αρπίστριας ήταν σε ποστάρισμα σούπερ ντούπερ εκλεκτικής (μουσικο)φίλης στο φουμπου πριν εφτά-οχτώ χρόνια. Και μάλιστα κατευθείαν από το soundcloud, το σχεδόν 25λεπτο “You’ll Be Fiiinnne”. «Πω πω, τ’ ειν’ τούτο!» σκέφτηκα κι αμέσως την έπαθα τη ζημιά.
Πανέμορφα ηχοτοπία και καθαρτήρια ηχητικά ταξίδια, με βόμβους, ατμόσφαιρες και συχνότητες να αποτελούν το φόντο πάνω στο οποίο βρίσκει έδαφος και καλλιεργείται ο ήχος της άρπας. Δεν υπήρχε περίπτωση να χάσω αυτό το live λοιπόν αφού πέτυχα την Καλιφορνέζα δημιουργό στην από δω πλευρά του Ατλαντικού. Λιγοστό και 100% ψυλλιασμένο το κοινό στο σκοτεινό κλουβί του Rough Trade, για λίγο περισσότερο από μία ώρα, φύγαμε όλοι εντελώς αλλού. Εντελώς αλαφροΐσκιωτη και η δεσποινίδα Lattimore, όσο και οι μουσικές της. Από τα βράδια εκείνα που βγαίνεις καλύτερος άνθρωπος μετά το live και γυρνάς στο σπίτι σου γαληνεμένος.
15. Flying Lotus / Motion — The Marble Factory, 15/12/2018
O Fly Lo έχει γίνει πια μεγάλο όνομα και δε νομίζω να αμφιβάλλει κανείς γι’ αυτό. Μπορεί να διοργανώνει live με τρισδιάστατα γραφικά και να μοιράζει τα προαπαιτούμενα 3D γυαλιά σε όλους τους παρευρισκόμενους, να στήνει μεγάλες παραγωγές, να είναι σχεδόν ινφλουένσερ (τι λέξη κι αυτή, για να μην σχολιάσουμε την ιδιότητα) στο instagram και να θεωρείται εκ των βασικών εκπροσώπων της σύγχρονης μαύρης μουσικής. (Άραγε ο όρος “μαύρη μουσική” είναι δόκιμος στις μέρες μας; Τώρα μου έσκασε κι εμένα η απορία γράφοντάς το). Μουσικά πάλι, δεν ξέρω αν παραμένει το ίδιο εντυπωσιακός όσο όταν συστήθηκε στο ευρύ κοινό.
Φίσκα το Marble Factory, πολλοί οι πιστοί, πράγματι αρκετά ενδιαφέρον το όλο στήσιμο και η εκτέλεση αλλά ρε γαμώτο η πλάστιγγα έγερνε περισσότερο προς την πλευρά του show παρά της μουσικής καθαυτής. Όχι ότι η μουσική δεν ήταν καλή, πώς θα γινόταν αυτό άλλωστε με τόσα βέλη στη φαρέτρα του Flying Lotus· κάτι όμως εμφανώς απουσίαζε. Ψυχή το έλεγαν οι παλιότεροι. Μάλλον ο ταλαντούχος ανιψιός της Alice Coltrane πρέπει να κάνει μια καλή βουτιά μέσα του και να ξανασυστηθεί στον εαυτό του. Είμαι σίγουρος πως έχει πολλά καλά ακόμα να δώσει και εξάλλου, καμία μα καμία πορεία δεν πήγε ποτέ αποκλειστικά ευθεία. Μπόλικες και οι ανηφόρες και οι κατηφόρες.
16. Neneh Cherry / SWX, 17/2/2019
Αφού μιλήσαμε για “μαύρη μουσική” να ένα περίτρανο παράδειγμα μιας μουσικού που στα 56 της έχει ωριμάσει σαν το παλιό καλό κρασί. Κι επειδή η παρομοίωση που μόλις παρέθεσα είναι ξεκάθαρα μαρκετίστικη, θυμάστε μια παλιά διαφήμιση που ο Sean Connery έλεγε πως άλλοι απλά μεγαλώνουν κι άλλοι ωριμάζουν; Ε, για περιπτώσεις σαν τη Neneh Cherry μίλαγε. Περιβαλλόμενη από νέους ανθρώπους και έχοντας ένα οπλοστάσιο με κάθε λογής όργανο (άρπες, μεταλλόφωνα, περίεργα κρουστά κλπ κλπ) η Κυρία Cherry έχει καταλάβει πως όταν η ωριμότητα δεν ξεμείνει να νοσταλγεί τα παρελθοντικά μεγαλεία αλλά μπολιάσει με τη νεανική ορμή και δημιουργικότητα, γίνονται θαύματα. Πέραν του γεγονότος ότι επέλεξε τον Four Tet για παραγωγό στα τελευταία της άλμπουμ, έχει διαλέξει εξαιρετικούς μουσικούς και έχει δημιουργήσει ένα στιβαρό live γκρουπ. Περιδιαβαίνει όλη τη δισκογραφία της, παίζει και χιτάκια και φρέσκο υλικό, κρατάει υπέροχα τις ισορροπίες, αφουγκράζεται πλήρως τη σύγχρονη εποχή κι ενώ μιλάει για καίρια θέματα (την ανάγκη για αλληλεγγύη πχ), το κάνει με αξιοσημείωτη αξιοπρέπεια, λάμποντας και σκορπώντας χαμόγελα. Τι υπέροχο βράδυ, τι υπέροχος άνθρωπος! Πόσο περήφανος θα ήταν ο Don Cherry για τη θετή του κόρη αν ήταν ακόμα εδώ.
17. The Comet Is Coming / Thekla, 7/3/2019
Δεύτερη περίτρανη απόδειξη του ρητού που λέει πως τα καλύτερα (αλλά και τα χειρότερα θαρρώ) έρχονται εκεί που δεν τα περιμένεις. Μια Ινδοεγγλέζα (ή Αγγλοϊνδή;) φίλη μου με ενημέρωσε πως έχει ένα έξτρα εισιτήριο για τους Comet Is Coming στο Thekla και ρώτησε αν θέλω να πάω. Είχα ακούσει λίγο τους Sons Of Kemet μιας και γίνεται αρκετός ντόρος γύρω από αυτούς, αλλά δεν ήξερα ότι ο σαξοφωνίστας τους Shabaka Hutchings παίζει και σε άλλη μπάντα, τους προαναφερθέντες Comets δηλαδή. Το έμαθα αφού μπήκα στα ίντερνετς και σκάλισα λίγο να πάρω μια ιδέα. Τρίο από το Λονδίνο, ένας ντράμερ, ένας πληκτράς κι ένας σαξοφωνίστας. Μουσικά στέκονται εκεί που σμίγει το ψυχεδελικό ροκ με την free jazz με ολίγη από πρωτόλεια ηλεκτρονικά μιας και ζούμε και στο 2020 βεβαίως βεβαίως. Αρκούντως δελεαστικό κοκτέιλ.
Ευκαιρία λοιπόν σκέφτηκα να πάω και για πρώτη φορά στο Thekla που είναι ένα από τα χαρακτηριστικά και διάσημα venues της πόλης μιας και στεγάζεται μέσα σε καράβι. Αγκυροβολημένο στο Floating Harbour του ποταμού Avon, φιλοξενεί συναυλίες από το 1984 και είναι πραγματικά ένα πολύ ιδιαίτερο μέρος, νοτισμένο από πάμπολλα live αλλά και από την αναμενόμενη υγρασία.
Στα της βραδιάς τώρα, η μπάντα ήταν καταιγιστική, το κοινό ορεξάτο και όσο η ώρα περνούσε τόσο στηνόταν ένα μίνι διονυσιακό πανηγύρι το οποίο ευνοούταν στο έπακρο από τις διαστάσεις και το σχετικά στριμωγμένο του χώρου. Γενικά, όλα ήρθαν σε απόλυτη συμμετρία, μπόλικος ιδρώτας χύθηκε και πάνω και κάτω από τη σκηνή και κανένας μα κανένας δε νομίζω να έφυγε παραπονεμένος.
Ο διοργανωτής συναυλιών στην Αθήνα που είχε λάβει παλιότερα email από την αφεντιά μου έλαβε και δεύτερο εκείνο το βράδυ. Μην τους χάσετε τους τύπους με τίποτα, γκρουβάρουν θαυμάσια.
18. Ulrich Schnauss / Thekla, 14/3/2019
Κάποια εποχή, εκεί προς τα μέσα των 00s, είχα περάσει αρκετές ώρες ακούγοντας μουσικές που πατούσαν με το ένα πόδι σε ποπ και ροκ δομές και με το άλλο στην ολοένα και πιο επεκτεινόμενη ηλεκτρονική πραγματικότητα. Πέρα λοιπόν από Tarwater, To Rococo Rot, Lali Puna, ό,τι καλούδι έβγαζε η Morr και πολλούς πολλούς άλλους, ο Γερμανός Ulrich Schnauss είχε καταφέρει να κινήσει το ενδιαφέρον μου αλλά και αρκετών ακόμη μουσικόφιλων φαντάζομαι. Έχει ως βάση ονειρικές ατμόσφαιρες και ηλεκτρονικά breaks, πάνω σε αυτή τη βάση χτίζει εξίσου ονειρικές μελωδίες και το σιρόπι το δένει με shoegaze κιθάρες ή διαδοχικά στρώματα αντηχήσεων. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ταξιδιάρικο, συναισθηματικό αλλά όχι cheesy και κάπως γλυκόπικρο στην επίγευση. Μόνος/η σου θα αποφάσιζες προς τα πού θες να σε πάει. Ξέρετε, από εκείνες τις μουσικές που ακούς στο καράβι όταν πας ή γυρνάς από το νησί το καλοκαίρι και καταφέρνουν και στις δυο περιπτώσεις να είναι καλή παρέα. Κάτι τέτοιο.
Ελληνικό νησί δεν έχω εδώ αλλά νησί είναι και το Ηνωμένο Βασίλειο, λίγο μεγαλούτσικο απλά. Στο καράβι έπεσα μέσα όμως μιας και έπαιζε στο Thekla ο Ulrich και να πω την αλήθεια ούτε καν περίμενα ποτέ ότι θα τον πετύχω ζωντανά. Χαλαρός, χαμηλών τόνων, κύριος εμφανίστηκε, κύριος αποχώρησε, γέμισε το χώρο με (τι άλλο;) ονειρικές μουσικές, δεν έκανε αχρείαστο θόρυβο ούτε άμεσα ούτε έμμεσα και γενικά λίγο-πολύ επιβεβαίωσε και δια ζώσης ό,τι μπορεί να περιμένει κανείς ακούγοντας τις μουσικές του.
19. Georgia Anne Muldrow, Dudley Perkins / Fiddlers, 9/4/2019
Η Georgia Anne Muldrow δεν είναι σίγουρα ένα τόσο μεγάλο όνομα όσο η Lauryn Hill ή η Erykah Badu αλλά αυτό δεν καθιστά τη μουσική της λιγότερο ενδιαφέρουσα σε καμιά περίπτωση. Ο τρόπος που προσεγγίζει τη σύγχρονη αστική soul είναι πολυφασματικός, οι συνεργασίες της από το πάνω ράφι και ανέκαθεν χαρακτηριζόταν από μια ιδιάζουσα τόλμη και έντονη διάθεση πειραματισμού.
Να που έφτασε η ώρα λοιπόν να επισκεφτώ και το Fiddlers το οποίο είναι από τα πιο ωραία venues της πόλης, ίσως και το αγαπημένο μου αν έπρεπε ντε και καλά να πάρω θέση. Με έμφαση σε jazz, soul, blues, funk και αντίστοιχου πνεύματος επιλογές, όχι περιοριστικά όμως, θα έλεγε κανείς ότι φέρνει μουσικούς που θα έβλεπες στο Gazarte αν ήσουν στην Αθήνα. Εκεί τελειώνουν βέβαια και οι ομοιότητες των δύο χώρων γιατί ευτυχώς εκτός Ελλάδας οι εν λόγω μουσικές έχουν μια τελείως διαφορετική αντιμετώπιση και ένα λιγότερο λουστραρισμένο κοινό, κάθε άλλο θα έλεγα.
Η κυρία Georgia όμως δεν ήταν καλή. Εντελώς αρπαχτή η εμφάνισή της, χωρίς καν μπάντα, έκανε λίγο την κονφερασιέ, λίγο την dj, έριχνε και καμιά ρίμα, soul όμως πουθενά δεν έβρισκες. Κάπως πήγε να το σώσει ο Dudley Perkins που είχε έρθει μαζί της αλλά και πάλι δε σωζόταν. Η συγκεκριμένη γενιά και φουρνιά μουσικών, σκεπτόμενος την αντίστοιχη αρπακολλατζίδικη εμφάνιση του Madlib στο Gagarin πριν πολλά χρόνια, απ’ ό,τι φαίνεται, είναι στεγνοί killers επιχειρηματικά και δεν έχουν καμία μα καμία ενοχή να βάλουν στην τουρνέ κι έναν αριθμό τέτοιων εμφανίσεων, αρκεί να βγουν οι λογιστικοί αριθμοί. Ούτε να τους κατηγορήσω μπορώ βέβαια, ούτε να τους λιθοβολήσω, ούτε όμως και να σιωπήσω μιας και τα συζητάμε. Αν τη δω απογοητευμένος πελάτης θα μπορούσα να ξεστομίσω ένα δραματικό “Α ρε Sharon Jones που σας χρειάζεται γατάκια!” αλλά έχοντας ξύσει επιδερμικά τον υπέροχο κόσμο της τέχνης εκ των έσω και χωρίς να συμφωνώ με τα πεπραγμένα, θα προτιμήσω τον δρόμο της κατανόησης, πόσο μάλλον όταν δεν αναφερόμαστε σε τεράστια ονόματα και αντίστοιχα οικονομικά μεγέθη. Και στην τελική για ένα live μιλάμε, όχι για εγχείρηση βρε αδερφέ.
20. Terry and Gyan Riley / Saint George’s Bristol, 13/4/2019
Τι να πει κανείς για τον Terry Riley; Μια θέση στο πάνθεον με τους σπουδαιότερους μουσικούς που εμφανίστηκαν ποτέ την έχει ήδη καπαρώσει, απλά είναι πολύ νωρίς για να γίνει αυτό αρκετά εμφανές. Είναι ακόμα ζωντανός βλέπετε και όχι ποπ σταρ. Από τους πρωτεργάτες του μινιμαλισμού, επηρεάστηκε εξίσου από την jazz και την ινδική κλασσική μουσική και ανήγαγε την επαναληψιμότητα των μοτίβων σε ύψιστη τέχνη. Αν κάποιος δεν έχει ακούσει ποτέ το “In C” ας κάνει στον εαυτό του το δώρο να παρακολουθήσει το σχετικό κονσέρτο που έδωσε στο Amsterdam για το Boiler Room. Δυστυχώς βέβαια, κατά την επίσκεψη του στο Μπρίστολ δεν θα εμφανιζόταν με ορχήστρα αλλά συνοδευόμενος μονάχα από το γιο του, επίσης μουσικό, Gyan Riley.
Φαντάζομαι το βάρος στους ώμους του Gyan είναι τεράστιο και η αλήθεια είναι πως στην συντριπτική πλειοψηφία αντίστοιχων περιπτώσεων ο γιος είναι χαμένος από τα αποδυτήρια, εάν μπει κανείς σε συγκρίσεις. Στην προκείμενη ο Gyan έχει αναλάβει το ρόλο της ήρεμης δύναμης που συνδράμει, συντονίζει αθόρυβα, κρατάει χαμηλό προφίλ και δεν προσπαθεί να κλέψει τη λάμψη του πατέρα του. Και πολύ σοφά πράττει. Ο ανταγωνισμός στην προκειμένη μόνο ως ανόητος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί.
Μουσικά, ενώ περίμενα ένα σετ σχετικά περιορισμένου εύρους, διαψεύστηκα. Έπαιξαν πολλή ώρα, έκαναν στάση σε διάφορες φάσεις της καριέρας του σπουδαίου Terry Riley, έδειχναν να το διασκεδάζουν ιδιαιτέρως και μοιράστηκαν μαζί μας αυτή την βραδυφλεγή και τόσο εσωτερική δυναμική της μουσικής τους. Πόσο όμορφο είναι να βλέπεις ανθρώπους σε αυτή την ηλικία (84 όταν έγινε το live), να λάμπουν ακόμη από ευχαρίστηση και δημιουργικότητα και αυτό να μεταδίδεται με μια γαλήνη και μια ηρεμία πραγματικά αξιοζήλευτες. Να ‘ναι καλά και οι δυο τους και μακάρι να είμαστε κι εμείς έτσι στην ηλικία εκείνη (όσοι φτάσουμε). Ζωντανός θρύλος.
To Saint George’s είναι ο Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός της πόλης (δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι εκεί έπαιξε ο Riley στην Αθήνα) με προτίμηση σε αυτό πού λέμε eclectic μουσικές κάθε είδους, φιλοσοφικές ημερίδες, ομιλίες αλλά και …γάμους για πιο θαρραλέους.
21. Sun Ra Arkestra / Fiddlers, 23/4/2019
Τι κι αν ο Terry Riley άγγιζε τα 84 όταν έτυχε να διασταυρωθούν οι δρόμοι μας, ο Marshall Allen είχε σχεδόν πατήσει τα 95! Με αυτόν βέβαια είχαμε ξανασυναντηθεί άλλες δυο φορές. Η ζωή με αξίωσε και είδα τη θρυλική Arkestra πρώτη φορά στο Βερολίνο το καλοκαίρι του 2017. Τους ξαναπέτυχα στην Αθήνα το Νοέμβρη της ίδια χρονιάς και το καλό τρίτωσε ενάμιση χρόνο μετά στο Μπρίστολ. Τρεις σεζόν, τρεις πόλεις. Το μεγαλείο της ίδιας της μουσικής σε μια ορχήστρα. Ο όρος jazz φαντάζει περιοριστικός για την Arkestra μιας και τα μυθικά παππούδια στήνουν ένα πολύχρωμο πανηγύρι που σκαλίζει τις big bands, το rhythm ‘n blues, τη jazz φυσικά και κάθε λογής free αυτοσχεδιασμούς που γι’ αυτούς τους παιχταράδες όμως μοιάζουν σαν άλλη μια μέρα στη δουλειά. Στους αισθητικά βαρετούς και ιδιαίτερα σκοτεινούς καιρούς που όλο και πιο πολύ μας ζώνουν, η Arkestra, για όσο μπορεί ακόμα, θα μας θυμίζει ότι τα πιο ωραία πράγματα συμβαίνουν όταν δεις έξω από το κουτάκι και αφήσεις τον εαυτό σου ελεύθερο. Δυστυχώς, ηλικιακά δεν πρόλαβα να συνυπάρξω στον ίδιο χώρο με τον παμμέγιστο Sun Ra, κατάφερα όμως να απολαύσω αρκετές φορές τον ανεπίσημο υπαρχηγό του και την παρέα τους. Κάτι που θα πράξω χωρίς δεύτερη σκέψη για όσες ακόμα φορές μου δοθεί η ευκαιρία. H Arksestra αγαπητοί φίλοι δεν είναι απλά μια μπάντα, είναι η ίδια η ελευθερία ως ιδέα, μετουσιωμένη σε μπάντα. Χρειάζεται να πούμε κάτι περισσότερο;
22. Four Tet / Alexandra Palace, 9/5/2019, London
Μπόλικες φορές είχε έρθει ο Four Tet στην Αθήνα, και μόνος του και με τον Steve Reid αν θυμάμαι καλά. Παρόλη την τρομερή αδυναμία που έχω στη μουσική του δεν είχα καταφέρει να τον δω ζωντανά και ήταν μεγάλο μου απωθημένο. Βλέπετε, πραγματικά δεν ξέρω κι εγώ πόσο κοσμάκη είχα πρήξει όλα αυτά τα χρόνια, γραπτώς και προφορικώς, σχετικά με το πόσο καλός είναι και πόσο αξίζει να ασχοληθεί κανείς με τη δουλειά του. Σχεδόν συνομήλικος μου, είναι από αυτές τις περιπτώσεις που μεγαλώνεις παράλληλα με τον μουσικό και τον νιώθεις και λίγο σα δικό σου άνθρωπο. Σα να προχωράτε μαζί σε αυτή τη διαδρομή και να βλέπετε τα ίδια πράγματα τριγύρω. Η ώρα έφτασε λοιπόν και ο Kieran Hebden έχει γίνει πραγματικά μεγάλος. Τόσο, που δυσκολεύεσαι να το πιστέψεις όταν τον θυμάσαι από τις εποχές που ήταν “ένα ελπιδοφόρο ταλέντο”, “ένας ιδιαίτερος πιτσιρικάς” και λοιπές δημοσιογραφικές κοινοτυπίες που κάνουν τις μέρες μας να κυλούν πιο ευχάριστα.
Το Alexandra Palace, για τους φίλους Ally Pally, βρίσκεται από τα τέλη του 19ου αιώνα στο βόρειο Λονδίνο και θέλοντας να είναι το “Παλάτι των Ανθρώπων”, άνοιξε τις πύλες του για το ευρύ κοινό με σκοπό την ψυχαγωγία, την εκπαίδευση και την διασκέδαση αυτού. Αυτά λέει η Wikipedia τουλάχιστον.
Διασχίζοντας το υπέροχο πάρκο στο οποίο τοποθετείται το venue, έφτασα μετά από κάμποσο ποδαρόδρομο στο Alexandra Palace και περιμένοντας να ανοίξουν οι πόρτες, χάζευα την ομολογουμένως ωραία θέα και τον κόσμο ο οποίος κατέφτανε μέσα στα κλασικά διώροφα, κόκκινα λεωφορεία. Εδώ θέλω να σταθούμε λίγο μιας και κάμποσα από αυτά στην πρόσοψη, εκεί όπου αναγράφεται ο προορισμός, έγραφαν Four Tet / Alexandra Palace. Τι λες τώρα, σκέφτηκα, και φαντάστηκα το 040 να γράφει Τάκι Τσαν / ΚΠΣΝ ή το 735, ΥΠΟ / Γήπεδο Ακράτητου και λοιπά τέτοια πετυχημένα.
Ο χώρος μεγάλος λοιπόν, ο κόσμος πολύς. Ως 10.250 άτομα αναφέρεται η επίσημη χωρητικότητα και μπορούμε να πούμε πως το Παλάτι ήταν σχεδόν γεμάτο. 40,000 λαμπιόνια σε κάθετη παράταξη και κρεμασμένα από το ταβάνι σε περίμεναν στην κεντρική αίθουσα να πάρεις θέση ανάμεσά τους, τοποθετημένα με μαεστρία από την ομάδα οπτικού design Squidsoup. Με ανάλογη μαεστρία ο χρωματισμός τους άλλαζε και δημιουργούσε ένα καλειδοσκοπικό, τρισδιάστατο κολάζ του οποίου μέρος αποτελούσαν οι θεατές, η εν λόγω εγκατάσταση και φυσικά ο ίδιος ο Four Tet με τη μουσική του. Εδώ θα σταθώ ιδιαίτερα και στη λεπτομέρεια που σκοτώνει και είναι σημείο αναφοράς για το συγκεκριμένο μουσικό. Δεν υπήρχε εξέδρα, δεν υπήρχε βάθρο, ήταν τοποθετημένος στο ίδιο επίπεδο με το κοινό και στο κέντρο αυτού. Συμμετρία και έλλειψη έπαρσης. Αναγνώριση της αμφίδρομης αξίας των δύο πλευρών. Υπάρχω γιατί υπάρχετε και το δημιουργούμε όλα αυτό μαζί. Είναι γνωστό άλλωστε από τη διόλου αμελητέα δραστηριότητά του ως dj πως όποτε μπορεί να αποφύγει την ανύψωση το κάνει συνειδητά. Η δύναμη του Four Tet άλλωστε δεν ήταν ποτέ η επίδειξη και η πρόκληση, αλλά η δουλειά του καθαυτή.
Μουσικά, όπως αναμενόταν, στάθηκε στα τελευταία του άλμπουμ με τα Beautiful Rewind και New Energy να καταλαμβάνουν τη μερίδα του λέοντος. Υφαίνοντας μελωδίες πάνω στους τόσο χαρακτηριστικούς του ρυθμούς, παρέδωσε σεμινάριο στο πώς μπορεί κάποιος να παρουσιάσει σε ευρύτερο κοινό εκλεκτικούς ήχους, μέσα σε θαυμάσιο περιτύλιγμα και όλοι να μείνουν εντελώς ευχαριστημένοι. Σπουδαίο επίτευγμα για κάποιον που η μουσική του ήταν σχεδόν πάντα ελεύθερα διαθέσιμη χωρίς σπασμωδικές κινήσεις ελέγχου (μιας κατάστασης που εξ ορισμού δεν ελέγχεται επιτρέψτε μου να προσθέσω), η εμφάνισή του περιορίζεται σε ένα απλό t-shirt κι ένα φαρδύ τζιν εδώ και χρόνια, το στούντιο του είναι τόσο μινιμαλιστικό όσο και του γείτονά σας και το marketing δεν υπήρξε ποτέ το κύριο όπλο του. Δε νομίζετε;
23. J Mascis / Thekla, 18/5/2019
Το live αυτό ήταν να γίνει κανονικά το χειμώνα. Συνέπεφτε μάλιστα με την επίσκεψη καλής μου φίλης που κινείται εδώ και χρόνια στο βαθύ underground με το παρατσούκλι Ψύχουλο και αρέσκεται σε σκληρούς ροκ ήχους. Γνωρίζοντας την έλευση του J Mascis όταν εκείνη θα ήταν στο Μπρίστολ, πήρα δυο εισιτήρια για να πάμε παρέα αλλά το live τελικά αναβλήθηκε και περίμενα ως το Μάη για να δω από κοντά τον πάλαι ποτέ μπροστάρη των Dinosaur Jr..
Δε συνηθίζω να λέω ψέματα. Στις περισσότερες των περιπτώσεων είμαι σχεδόν ανίκανος να το κάνω και όχι ηθικός ή κάτι τέτοιο, γεγονός που πολλάκις έχει δυσκολέψει τη ζωή μου. Έτσι και τώρα, οφείλω να παραδεχτώ πως ποτέ δεν ήμουν μεγάλος φαν των Dinosaur. Μου άρεσαν κάποια σκόρπια κομμάτια αλλά ως εκεί. Είχαν κάνει και μια πολύ ωραία διασκευή στο Just Like Heaven των Cure. Κάποια προσωπικά άλμπουμ όμως του συμπαθέστατου μουσικού από τη Μασαχουσέτη όπως το “Several Shades Of Why” τα άκουσα πολύ ευχάριστα.
Με αυτό να είναι το ιστορικό της καθ’ όλα επιφανειακής σχέσης μας, ξεκίνησα για το Thekla και εκεί διαπίστωσα πως ο εκκεντρικός διοπτροφόρος θα έπαιζε μόνος του, χωρίς μπάντα. Αυτός κι η κιθάρα του. Εντάξει άσχημα δεν πέρασα σε καμία περίπτωση, ούτε μπορώ να πω κάτι αρνητικό για τον άνθρωπο, το αντίθετο. Χαίρομαι που τον είδα μιας και πρόκειται για μια αναμφισβήτητα ιδιαίτερη προσωπικότητα αλλά βαθύτερη σύνδεση δεν υπήρξε. Ίσως μονάχα σε μία ακόμη διασκευή που δεν γνώριζα καν την ύπαρξή της, το υπέροχο Fade Into You των Mazzy Star. Απ’ ό,τι φαίνεται χρειαζόμαστε μεσάζοντα, η αφεντιά μου και ο J Mascis για να υπάρξει ενθουσιασμός. Τι να κάνουμε, συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες.
24. Carter Tutti / Band On The Wall, 5/7/2019, Manchester
Το Μάντσεστερ είναι μία από τις πιο γνωστές πόλεις τις Γηραιάς Αλβιώνας για διάφορους λόγους. Μουσικά θεωρείται μεγάλη μουσικομάνα μιας και ουκ ολίγα ενδιαφέροντα σχήματα έχουν κατά καιρούς ξεπηδήσει από κει πέρα: Smiths, Joy Division, Oasis, Autechre, Stone Roses, Future Sound Of London, Camel, Van Der Graaf Generator, Buzzcocks …Take That, πόσους άλλους να γράψω πια; Αστικό, αλήτικο κι απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, δεν είναι μια καθωσπρέπει πόλη και αυτό το καταλαβαίνεις κατευθείαν. Με τον Κυψελιώτη φίλο που με φιλοξένησε και που μένει εκεί κάμποσα χρόνια γνωριστήκαμε με αφορμή τη μουσική και αφού είχαμε ανταλλάξει κάμποσα email και μηνύματα ήρθε η ώρα να τα πούμε και δια ζώσης. Το καλύτερο απ’ όλα όμως στο μενού αυτού του τριημέρου ήταν, χωρίς δεύτερη σκέψη, το live των κάποτε Chris & Cosey, στις μέρες μας Carter Tutti. Έχοντας την ευτυχία να έχει ήλιο για σχεδόν όλες τις μέρες, πράγμα που δεν το λες και συνηθισμένο, βολτάραμε αρκετά, έμαθα για τον σπουδαίο Alan Turing με αφορμή το μνημείο του και θα σας πρότεινα να το κάνετε κι εσείς (όσοι φυσικά δεν το έχετε ήδη πράξει) και φτάνοντας η ώρα περάσαμε την πόρτα του Band On The Wall, περιμένοντας με αγωνία να δούμε το θρυλικό ζεύγος των Chris Carter και Cosey Fanni Tutti επί σκηνής.
Για πολλούς οι πατέρες του σύγχρονου industrial είναι οι Einstürzende Neubauten. Πολύ πιθανόν να έχουν και δίκιο. Για εμένα, όσο υπάρχουν οι Throbbing Gristle, οι Neubauten θα είναι καλοί για να πίνεις κανένα βερμούτ και να τρως κέζεκουχεν. Συνειδητά προβοκάρω στην προκειμένη, ελπίζω να γίνεται αντιληπτό, μιας και επιθυμώ να δημιουργήσω ίντριγκες αντίστοιχες εκείνων που αφορούσαν τους Manowar στα εφηβικά μου χρόνια και τις πυροδοτούσε με σατανική μαεστρία ο τότε μουσικογραφιάς Τάσος Σταματούκος (τι να κάνει άραγε αυτός ο άνθρωπος σήμερα;).
Πιο πολύ όμως και από τους Throbbing Gristle, πιο πολύ κι από τον/την/το Genesis P-Orridge (και την οριακή ζωή του/της/του), προσωπικά έχω συνδεθεί με τη μουσική του διδύμου Chris & Cosey. Πρώτη φορά άκουσα στα 19 μου χωρίς να ξέρω καν τι είναι και μεγαλώνοντας όλο και περισσότερο συνειδητοποιούσα πόσο μπροστά και πόσο ανοιχτόμυαλοι ήταν αυτοί οι δύο. Αν σταθείς στα τετριμμένα, μπορεί να τους απορρίψεις λόγω της εικόνας ή της πρόκλησης, αν σταθείς όμως στην ουσία, είχαν ήδη αφομοιώσει τη συντριπτική πλειοψηφία της σύγχρονης αισθητικής όταν οι υπόλοιποι τριγύρω ούτε ήξεραν, ούτε φαντάζονταν τι τους περίμενε.
Ήταν πρακτικά αδύνατο να περιμένεις ένα άσχημο βράδυ και τελικά όχι μόνο άσχημο δεν ήταν αλλά το εντελώς αντίθετο. Στην έβδομη δεκαετία της ζωής του, οι Carter Tutti σμίλευσαν κολασμένα beats, σκόρπισαν απίστευτη ενέργεια στο χώρο, το έκαναν με στιβαρή ηρεμία και χωρίς περιττές φιοριτούρες, ώθησαν όσους ήταν εκεί να βουτήξουν βαθιά στον πυρήνα της ύπαρξής τους μέσα από το -ούτως ή άλλως- technø primitiv που εξαπέλυαν και απέδειξαν γιατί είναι αυτοί που είναι.
Παίρνοντας το τρένο του γυρισμού δεν φανταζόμουν ότι, είτε το θέλω είτε όχι, δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ αυτό το τριήμερο μιας και τρεις μέρες μετά έχασα έναν πολύ κοντινό μου άνθρωπο. Η ζωή κάποιες φορές επιλέγει από μόνη της πώς θα ντύσει ηχητικά τις διάφορες φάσεις και στιγμές της και στο δικό μου soundtrack οι Chris & Cosey θα έχουν πάντα περίοπτη θέση.
25. Lee Fields & The Expressions / Fiddlers, 14/8/2019
Κάμποση παλιομοδίτικη soul αποτελούσε, αποτελεί και δεν θα πάψει ποτέ να αποτελεί ένα από τα καλύτερα φάρμακα για την καρδιά των ανθρώπων. Όσο τετράγωνος και να είναι κάποιος, η μουσική αυτή είναι φτιαγμένη (το λέει και το όνομά της άλλωστε) για να του ζεστάνει την ψυχή. Για τη γενιά τη δικιά μου, ναι μεν ιστορικά σημείο αναφοράς είναι ο “godfather of soul” James brown, βιωματικά όμως τα σκήπτρα ανήκουν στην “godmother of soul” Sharon Jones. Το αναφέρω αυτό για να προσδιορίσω τα μέτρα και τα σταθμά με τα οποία προσωπικά προσεγγίσω κάθε soul/funk συναυλία. Αν έχεις δει την Κυρία Jones ζωντανά καταλαβαίνεις τι εννοώ φαντάζομαι.
Ο Lee Fields, στα 68 του πια, όντας δραστήριος μουσικά από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, πέρασε -και αυτός- από χίλια-μύρια κύματα για να φτάσει εδώ που είναι σήμερα. Γεύτηκε ένα μικρό κομμάτι επιτυχίας στα νιάτα του, άλλαξε επάγγελμα όταν χρειάστηκε να υποστηρίξει οικονομικά την οικογένειά του μιας και η έλευση της disco αύξησε τους djs και μείωσε τους μουσικούς, το έριξε αργότερα στα blues, δάνεισε τη φωνή του σε κομμάτι γαλλικής house, συνεργάστηκε με την προαναφερθείσα mama Sharon και από το 2009 κι έπειτα, ηχογραφεί και περιοδεύει σταθερά με τους Expressions κάνοντας πλέον φανερά αυτό που γουστάρει.
Την έχουν στο αίμα τους τη γκρούβα αυτοί οι άνθρωποι, πώς να το κάνουμε. Και τη σκηνή επίσης. Το χαίρονται αυτό το αλισβερίσι με τον κόσμο και απολαμβάνουν να την ιδρώνουν τη φανέλα. Μάλλον δεν τους χαρίστηκε ποτέ τίποτα και δεν υπήρχε χώρος για να είναι κακομαθημένοι και να αναλώνονται σε κουτά σταριλίκια. Τίμιος άνθρωπος, τίμιο live.
26. Idles, Loyle Carner, Grace Jones, Lauryn Hill, High Contrast, Neneh Cherry / The Downs Bristol, 31/8/2019
Ναι μεν λοιπόν τα κουτά σταριλίκια είναι κάτι που δεν κάνει τη ζωή μας καλύτερη και δε νομίζω να διαφωνούν και πολλοί επί τούτου, έλα μου όμως που υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που ακτινοβολούν τόσο έντονα που μεμιάς τους καταστάσεις στους “σταρ”, θες δε θες. Ο λόγος φυσικά για την Grace Jones και πιστέψτε με, λίγες φορές έχω συναντήσει κάτι αντίστοιχο. Δεν θα εξιστορήσω τα συμβάντα του The Downs -του πιο ενδιαφέροντος φεστιβάλ της πόλης δηλαδή- γραμμικά, μιας και η εμφάνιση της Grace Jones δε μου επιτρέπει επουδενί να κάνω κάτι τέτοιο. Το να βλέπεις αυτή τη γυναίκα, έχοντας κλείσει τα 70,να κάνει χούλα-χουπ επί σκηνής για πολλή ώρα (κυριολεκτικά πολλή όμως), να αλλάζει ενδυμασία ή κόμμωση σε σχεδόν κάθε κομμάτι, να προβοκάρει σεξουαλικά με ηδυπάθεια αλλά και αυτοσαρκασμό, να είναι αεικίνητη και επιβλητική, να γκρουβάρει, να μαγνητίζει και να ξεσηκώνει, είναι πέρα για πέρα εντυπωσιακό. Αυτό όμως που είναι πραγματικά αλησμόνητο είναι το συναίσθημα και η ενέργεια που εξέπεμπε. Η ενέργεια αυτή που την έκανε σταρ χωρίς να έχει τα καλύτερα τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ, μην γελιόμαστε. Και που αν δεν την έχεις βιώσει ζωντανά, πιάνεις τον εαυτό σου να απορεί πώς τα καταφέρνει τόσα χρόνια η Grace να βρίσκεται, με κάθε τρόπο, στην επικαιρότητα ενώ δεν κάνει κάτι που το μυαλό το αποκωδικοποιεί ως θεαματικό. Ε, αυτός είναι ο λόγος. Η αύρα της, η ενέργειά της, το συναίσθημα, το vibe, πείτε το όπως εσείς θέλετε και αφήστε για λίγο τη διανόηση στην άκρη. Και για να το καταλάβεις αυτό πρέπει να βρεθείς στο ίδιο χώρο μαζί της ως φυσική παρουσία. Όπως οι χιλιάδες κόσμου εκείνο το βράδυ οι οποίοι βρέθηκαν να λικνίζονται με disco, reggae και new wave, όχι άριστης διαλογής, αλλά καμία μα καμία σημασία δεν είχε μιας και η αίσθηση ήταν συγκλονιστικά υπέροχη. Έπρεπε να βλέπατε τα χαμόγελα και την χαρά που εξαπλωνόταν σαν μεταδοτικός ιός καθ’ όλη τη διάρκεια του σετ της και θα κλείνατε εισιτήριο διαρκείας για κάθε της εμφάνιση.
Ας περάσουμε όμως και σε κάποιες άλλες παρουσίες του φεστιβάλ.
Ήθελα πολύ να δω τους IDLES μιας και οι punk rock ρίζες μου δεν πρόκειται ποτέ να ξεριζωθούν. Μπορεί να μην καταλαμβάνουν οι “κιθάρες” μεγάλο κομμάτι των ακουσμάτων μου πια, αλλά μιας και δεν αντιμετωπίζω τη μουσική ως θρησκεία ή ποδοσφαιρική ομάδα, δε θεωρώ “προδοτική” τη στάση αύτη ή κάτι τέτοιο, δραματικό και μεγαλεπήβολο. Λίγο ξεσηκωτικό και μπαρουτοκαπνισμένο (που έγραφε κι ο Θανάσης Μήνας) punk rock δεν έβλαψε ποτέ κανέναν, κάθε άλλο. Οι θεόμουρλοι Μπριστολέζοι, με τσίτα τα γκάζια, όργωσαν τη σκηνή, σκορπίσανε όλεθρο, χοροπηδούσαν πάνω κάτω ασταμάτητα, βούτηξαν στο κοινό, ίσως έκαναν προσωπικό ρεκόρ στο πόσες φορές ξεστόμισαν τη φράση “That song is an anti-fascist song”, μα κυρίως επαλήθευσαν την πραγματική τους συνεισφορά στο μουσικό (και κοινωνικό) παιχνίδι. Ποια είναι αυτή; Ότι μπορεί να είσαι πολιτικός και αιχμηρός διασκεδάζοντας και τούμπαλιν, μπορείς να διασκεδάζεις όντας πολιτικός και αιχμηρός. Δε χρειάζεται να είσαι μίζερος, βαρύγδουπος και βαθιά στοχαστικός ντε και καλά, για να μιλήσεις για σοβαρά θέματα. Μια ζωή την έχουμε κι αν δεν τη γλεντήσουμε που λένε και στην πατρίδα. Δικαιολογημένο στο έπακρο λοιπόν το hype για τα όχι και τόσο νεαρά αγόρια από τη νοτιοδυτική Αγγλία.
O Loyle Carner από την άλλη όντας πράγματι νεαρός, γεννημένος το 1994 γαρ, φτιάχνει πολύ γλυκό, ανθρώπινο και βαθύ hip hop και θυμίζει σε όλους ότι μπορείς να είσαι μια χαρά χιπ χόπερ ακόμη κι αν έρχεσαι σε επαφή με τα συναισθήματά σου. Δε σε κάνει λιγότερο σκληρό, μπορεί και το εντελώς αντίθετο. Το είχαν θέση σπουδαία το ερώτημα κάποτε οι Στέρεο Νόβα σχετικά με το ποιος έχει τη δύναμη. Χιουμοριστικός, ζεστός χωρίς να είναι καθόλου γλυκερός, με μπόλικη ενέργεια ανά στιγμές, έδωσε ένα πάρα πολύ ωραίο σετ.
Οι High Contrast ανέβασαν ταχύτητες με ένα hi energy σετ που περιλάμβανε λίγο απ’ όλα και δεν του βάζεις ταμπέλα εύκολα. Λίγο drum ‘n bass, λίγο jungle, λίγο soul, λίγο funk, λίγο dj culture, λίγο hip hop, ένα χρωματιστό αμάλγαμα ήχων που σε έκανε να κουνιέσαι και να περνάς μια χαρά καταλαβαίνοντας ότι τα cider που έχεις καταναλώσει έχουν αρχίσει να πιάνουν τόπο.
Η Neneh Cherry είχε ξεκινήσει όταν έφτασα και δεν εστίασα είναι η αλήθεια αλλά από μακριά όλα στη θέση τους τα είδα και τον κόσμο να το ευχαριστιέται εμφανώς.
Headliner της βραδιάς ήταν η Lauryn Hill, πάλαι πότε μπροστάρισσα των θρυλικών Fugees. Το ότι θέλει να την αποκαλούν Ms. δεν το είχα πάρει χαμπάρι, όπως επίσης έμαθα ότι ο κόσμος βάζει στοιχήματα για το αν θα βγει στην ώρα της. Εδώ είναι πού ως Έλληνας απλά σιωπείς και μειδιάς με νόημα, τι άλλο να κάνεις; Τελικά μισή ωρίτσα άργησε η Ms. και το σετ θα το χαρακτήριζα επαγγελματικό. Δεν έχω κάτι άσχημο να πω αλλά μετά τη Grace Jones (που εμφανίστηκε αμέσως πριν) δεν υπήρχαν και πολλά περιθώρια για να εντυπωσιαστεί κανείς.
Συμπέρασμα με μία φράση: Αν σας δωθεί η ευκαιρία να πάτε σε φεστιβάλ στην Αγγλία, μην την πετάξετε.
27. Ellen Allien, Addison Groove, Hodge, Rebüκε / Lakota, 1/6/2019
To Lakota στεγάζεται στο κτίριο μιας παλιάς ζυθοποιίας στο Stokes Croft, θεωρείται από τα γνωστά club εκτός Λονδίνου και μάλιστα φήμες θέλουν να το έχει επισκεφτεί για να ρεϊβάρει μέχρι και ο πρίγκηπας Harry, τον Απρίλη του 2007. Για να δείτε τι κοσμικό ρεπορτάζ κάνω, όχι παίζουμε…
Έναρξη του καλοκαιριού λοιπόν με κύρια καλεσμένη στα decks την techno mama (κατά το soul mama) Ellen Allien η οποία δεν εμφανίζεται πια και τόσο συχνά και τείνει να γίνει το αντίστοιχο του Sven Väth θα έλεγα, στη θηλυκή βερσιόν βεβαίως.
Ας ξεκινήσουμε με μια μαζική παραδοχή. Το να κλαμπάρεις ενώ κοντεύεις τα 40 ή και μετά από αυτά, στην Ελλάδα (και όχι μόνο) δεν είναι κοινωνικά αποδεκτό ή έστω αντιμετωπίζεται με καχυποψία αν ο κρίνων είναι καλοπροαίρετος φυσικά. Αν δεν είναι (πράγμα σπάνιο στον υπέροχο κόσμο στον οποίο ζούμε ε;), περνάμε κατευθείαν στη γιούχα με συνοπτικές διαδικασίες: «Τιναφτάρε καραγκιόζη;», «Νομίζεις ότι είσαι ακόμα πιτσιρικάς ρε γερομπισμπίκη;» και αντίστοιχες φιλοφρονήσεις που καθιστούν αυτόν που τις εκτοξεύει εξέχουσα προσωπικότητα, δικαστή και κριτή.
Παίρνουμε λοιπόν κι εμείς οι γεροντορέιβερς με τη σειρά μας το όπλο μας και χιουμοριστικά ανταποδίδουμε: «Φάε πέντε-έξι κιλά γουρουνοπούλα ρε σαπιοκοιλιά και πιες και σόδα μετά να ρευτείς», «Χόρεψε καμιά ζεμπεκιά ρε κλάψα αλλά πρόσεξε εκεί που παίρνεις τις στροφές μην πέσεις στο γκρεμό και έρθει μετά μπουλντόζα να σε μαζέψει» και αντίστοιχου κάλλους γηπεδικές απαντήσεις που μεγαλώνουν εδώ και πολλές γενιές γερά ελληνικά παιδιά, πανέτοιμα για το στίβο του εγχώριου και -κυρίως- παγκόσμιου ανταγωνισμού. Ή μήπως όχι;
Είναι πασιφανές ότι μου λείπουν υπέροχες στιγμές ελληνικού μπάχαλου οπότε βρήκα αφορμή και λέω τα δικά μου. Πιθανόν αυτό συμβαίνει γιατί ζώντας εκτός Ελλάδας ανακαλύπτεις πως “Νόστος” δεν είναι μονάχα μια βαρετή εκπομπή στην ΕΤ2 αλλά ένα αληθινό, ατόφιο συναίσθημα που μόνο αν το βιώσεις μπορείς να το καταλάβεις.
Επιστρέφοντας στο Lakota, όσο και να σου αρέσει η ηλεκτρονική μουσική, όσο και να σου αρέσει να χορεύεις υπό τους ήχους αυτής, περιτριγυρισμένος από πιτσιρικάδες σε υπερδιέγερση που θαρρείς πως έχουν βάλει στόχο ζωής να σε σκουντάνε όλο το βράδυ, λες και είσαι εσύ ο ίδιος μέσα σε ένα γιγάντιο φλιπεράκι, δεν πρόκειται να περάσεις καλά.
Συμπέρασμα 1: Αν είσαι κι εσύ γεροντορέιβερ διάλεξε με προσοχή το χώρο, την ώρα και τη σύσταση του κόσμου στο πάρτυ που έχεις βάλει στο μάτι. Ευτυχώς, εδώ στο Μπρίστολ, μια Ισπανίδα που τρέχει μια ομάδα με γερμανικό όνομα (βλ. Der Liebe), ξεκίνησε απογευματινά raves και το πρώτο ήταν μέσα σε μια πανέμορφη εκκλησία. Αδαείς πρέπει να είναι τούτοι εδώ οι κουτόφραγκοι που παραχωρούν τους ιερούς ναούς για τη διασκέδαση της κοινότητας, ασ’ τα να πάνε. Εξαιρετική φάση για όλες της ηλικίες (πως λέμε για όλη την οικογένεια ένα πράμα — αστείο δεν ακούγεται;), πολύ σωστά οργανωμένη και με ωραίες μουσικές.
Συμπέρασμα 2: Οι δύο πρώτοι djs δεν κατάφεραν καθόλου να με κρατήσουν, το acid techno set του Addison Groove έσπειρε και η Ellen Allien είναι τόσο φίρμα πια που και τα “παπάκια” με τεκνομπότα από πίσω να παίξει, ο κόσμος από κάτω θα αλαλάζει.
28. Aphex Twin, Nihiloxica, Caterina Barbieri / Printworks, 14/9/2019, London
Και να που έφτασε επιτέλους η στιγμή που περίμενα εδώ και πολλά πολλά χρόνια. Ο μυθικός Aphex Twin, o πιο σημαντικός σύγχρονος μουσικός συνθέτης -έχοντας πλήρη επίγνωση αυτών που γράφω-, θα εμφανιζόταν στο Λονδίνο σε μία από τις όχι και τόσο συχνές πλέον εμφανίσεις του. Έσπευσα να κλείσω εισιτήριο μην πιστεύοντας ότι είμαι τόσο κοντά στην εκπλήρωση ενός ονείρου. Ελάχιστοι άνθρωποι μπορούν να με κάνουν να αισθανθώ λίγο groupie και ο Richard D. James είναι ένας από αυτούς.
Χωρίς να είμαι σίγουρος για τη χρονολογία, η τελευταία (και μοναδική;) παρουσία του στην Αθήνα ήταν στο Ρόδον το 1996, όταν ο θρύλος τον θέλει να έχει βάλει γυαλόχαρτα στα πικ-απ και να παράγει ήχους από αυτή την ιδιαίτερη έμπνευση. Δυστυχώς δεν ήμουν παρών οπότε δεν μπορώ να το επιβεβαιώσω. To καλοκαίρι του 2005 δε, σε φεστιβάλ που θα συνδιοργάνωναν η Clipart και η Astra (να είναι καλά παρεμπιπτόντως εκεί που είναι η ψυχή του αιώνια ρομαντικού Νικόλα Τριανταφυλλίδη) ο Aphex θα ήταν headliner μετά από τους Kid606, Dalek, Four Tet και Le Tigre. Δεν το λες και άσχημο το line up ε; Έλα όμως που το φεστιβάλ δεν έγινε ποτέ μιας και η προπώληση πάτωσε. Όλοι προτιμήσαμε να πιούμε τσίπουρο και να φάμε λακέρδα μόνο, απ’ ό,τι έδειξε η ιστορία. Χωρίς να έχω κανένα απολύτως πρόβλημα με το τσίπουρο και τη λακέρδα, το εντελώς αντίθετο θα έλεγα, εξηγούμαστε για να μην παρεξηγούμαστε.
Όταν έφτασα στο Printworks, τεράστιο χώρο του νότιου Λονδίνου όπου κάποτε στεγάζονταν το μεγαλύτερο τυπογραφείο στη Δυτική Ευρώπη, ο κόσμος είχε ήδη σχηματίσει ουρές. Περίμενα υπομονετικά τη σειρά μου για να μπω και τη σειρά μου για να πάρω και 1–2 αναμνηστικά από το merchandise μιας και όπως είπαμε είμαι groupie, αφεξτουινίτσα ένα πράμα. Μπαίνοντας πρόλαβα την Caterina Barbieri στα τελειώματα και θα ήταν άδικο να εκφράσω γνώμη μιας και δεν συντονίστηκα ποτέ στο λίγο που πρόλαβα να τη δω.
Τους Nihiloxica ούτε καν τους ήξερα αλλά χάρηκα ιδιαιτέρως που τους έμαθα γιατί ήταν εντυπωσιακοί. Ο τρόπος που επιτυγχάνουν να γεφυρώσουν την αρχαία αφρικανική παράδοση με τη σύγχρονη ηλεκτρονική πραγματικότητα σε αφήνει στην κυριολεξία άφωνο και ηχητικά και οπτικά. Καθώς τους παρατηρείς να σφυρηλατούν βήμα-βήμα το καταιγιστικό drumming τους -Bugandan το όνομα αυτού, Ουγκάντα ο τόπος καταγωγής του-, συνειδητοποιείς για άλλη μια φορά πόσο αμελητέοι είναι ενίοτε, τόσο οι χρονικοί όσο και οι τοπικοί διαχωρισμοί, αν αναζητήσεις το καθαρό ζητούμενο. Ποιο είναι αυτό; Μα φυσικά η επίτευξη της έκστασης μέσα από τη μουσική. Πέρα ως πέρα βακχικοί, αποκλείεται να μη σε συνεπάρουν άμα συναντηθείτε. Ευτυχώς που ο Aphex έχει καλό γούστο και ως curator.
Ως μουσικός ό,τι και να πεις είναι λίγο. Aν μπορούσαμε με κάποιο συμβατικό τρόπο να προβάλλουμε το χωροχρόνο στο εύρος του θα γινόταν πλήρως αντιληπτό ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος αποτελεί ένα μουσικό φαινόμενο. Λίγο πριν κλείσει 50 γραμμικά χρόνια ζωής, μπορεί επάξια να σταθεί δίπλα σε ονόματα όπως ο Stravinsky, o Satie, o John Coltrane, o Miles Davis, ο Sun Ra, o Frank Zappa, ο David Bowie κι ο Lou Reed. Και ο βασικός λόγος που το έχει επιτύχει αυτό είναι ότι απλά του βγαίνει φυσικά. Αυτό ακριβώς, τίποτα άλλο (που είχε πει κάποτε κι ο θρυλικός αντιπρόεδρος Εδεσσαϊκού, Θωμάς Μάτσιος). Έχοντας δηλώσει στο παρελθόν ότι: «Οι καλύτεροι μουσικοί και καλλιτέχνες ήχου είναι εκείνοι που ποτέ δε θεώρησαν ποτέ τους εαυτούς τους μουσικούς ή καλλιτέχνες», αγκαλιάζει πλήρως την ίδια την αντίφαση της ύπαρξης και στην ουσία σου λέει ότι όσο λιγότερο στα σοβαρά παίρνεις όσα συμβαίνουν, τόσο πιο σοβαρή θα είναι η δουλειά σου και ο αντίκτυπος αυτής. Και φαντάζομαι, δε σε προτρέπει να γίνεις αδιάφορος αλλά να θυμάσαι πού και πού ότι, σε πολλές περιπτώσεις, τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται.
Ερχόμενοι στη βραδιά του Σεπτέμβρη, ο περφεξιονισμός που συναντούσες, σε κάθε απολύτως επίπεδο, δεν έχει πιθανότατα αντίστοιχο. Tα εντελώς αλλόκοσμα visuals έκαναν τον επιθετικό προσδιορισμό “ψυχεδελικά” να φαντάζει το λιγότερο αναχρονιστικός και περιοριστικός, ο ήχος ήταν ο πιο κρυστάλλινος που μπορείς να φανταστείς και το tracklist ο ορισμός της free form μια και περιείχε από old school rave σκουπίδια μέχρι ambient ελεγείες του ίδιου κι από δαιμονικά πριόνια μέχρι μετρονομικούς αλγόριθμους μεταφρασμένους σε ήχους. Ένα ασυμβίβαστο απέναντι σε κάθε κανόνα κράμα, μία προβολή της δημιουργικής του ιδιοφυίας που ορίζεται μονάχα από την εσωτερική του φωνή και τίποτα άλλο. Ένα κανονικό acid trip που περιλαμβάνει όλη την παλέτα των συναισθημάτων και των υποστάσεων της ανθρώπινης διάθεσης. Ένα live του Aphex είναι προφανές πως δεν αποτελεί απλά μια ψυχαγωγική βραδιά. Θα σε τεντώσει προς όλα σου τα όρια και θα παίξει μαζί σου με σκοπό να διευρύνεις το πλαίσιο των όσων ήδη γνωρίζεις. Ποτέ δεν ξέρεις τι να περιμένεις άλλωστε από αυτό τον άνθρωπο, που στην προκειμένη δεν ήταν μόνος πίσω από τα κουμπιά αλλά συνοδευόταν από τη δεύτερη και τωρινή σύζυγό του.
Ο κ. Richard D. James βρίσκεται απλά στην κορυφή του κόσμου και το πιο ωραία απ’ όλα είναι ότι δεν τον νοιάζει καθόλου, μα καθόλου όμως. Κάνει αυτό που είναι να κάνει, όπως πχ πρόσφατα που έδωσε 6 κομμάτια στο soundcloud δωρεάν, έτσι στο χαλαρό λόγω κορονοϊού, τα οποία είναι τόσο καλά που το 99% των μουσικών δε θα τα φτάσουν ποτέ, και όλα τα υπόλοιπα είναι για να έχουμε εμείς να ασχολούμαστε.
29. Richard Hawley / O2 Academy, 2/10/2019
Κάθε γενιά έχει τον crooner της, πώς να το κάνουμε. Αυτόν τον ρομαντικό τύπο που υμνεί την αγάπη, τον έρωτα, το χωρισμό και τις κάθε είδους συναισθηματικές τσιριτσάντζουλες. Αυτόν που σου δίνει την εντύπωση πως ό,τι και να βγει από το στόμα του θα στάζει μέλι ρε παιδάκι μου. Με έναν μαγικό τρόπο σε κάνει να νιώθεις ήρωας ρομαντικής κομεντί ενώ καθαρίζεις φασολάκια ή απλώνεις κατωσέντονα, δεν το λες και λίγο. Οι παλιότεροι είχαν το Sinatra, το Roy Orbison, το Scott Walker, ε εμείς έχουμε το Richard Hawley και είναι από τις ελάχιστες φορές που δηλώνω αδιαπραγμάτευτος ως προς το πόρισμα. Εδώ και κάμποσο καιρό βέβαια έχει αφήσει κάπως στην άκρη τα ρομάντζα και το ‘χει γυρίσει στην ψυχεδέλεια αλλά τι να σου κάνει κι αυτός; Πού καιροί για έρωτες όταν όλοι μετράνε φραγκοδίφραγκα ή τσεεεκ (με προφορά Μad Clip) και την έχουνε δει χάστλερς από τα lidl ή ινφλουένσερς από τα Σούρμενα; Πάνε αυτά που ήξερες παππού, περάσανε, τώρα είμαστε όλοι μπαντ μαδαφάκαζ!
Εγώ τον αγαπάω πάντως το Richard Hawley και δηλώνω φανατικός θαυμαστής του κι ας με βάλουν να ακούω Merzbow με ακουστικά στο τέρμα για δυο μέρες. Θα αντέξω.
Άντρας παλιάς κοπής, μπεσαλής, κύριος, τίμιος, χαλαρός, ο άνθρωπος που θέλεις να αράξεις και να πιεις από ουίσκια μέχρι χαμομήλι ενώ τα λέτε, τα έβγαλε όλα αυτά πάνω στη σκηνή και με το παραπάνω. Για όσο κράτησε το live, το ομολογουμένως όχι τόσο νεαρό κοινό, μπήκε στη χρονομηχανή, χόρεψε, χαμογέλασε, νοστάλγησε και ξανάνιωσε. Αν και προσωπικά πιστεύω ότι ο ήχος του είναι κλασσικός και όχι ρετρό. Ούτε παλιώνει, ούτε σκουριάζει. Η θετική πλευρά του ρομαντισμού -όσο και αν χλευάζεται στις μέρες μας- θα πρέπει να μην ξεχνάμε πως, ανεξαρτήτως λογιστικού αποτελέσματος και κυρίως σε πιο νεανικές ηλικίες (εντάξει, υπάρχουν και οι αθεράπευτοι όπως ο Ralph της παραπάνω φωτογραφίας καλή ώρα), πρόσφερε, προσφέρει και μπορεί να προσφέρει ανεπανάληπτες στιγμές σε όσους τη γεύτηκαν, τη γεύονται ή θα τη γευτούν. Κι ας μη ξεχνάμε επίσης πως πίσω από κάθε χλεύη και απαξίωση κρύβεται και κάμποση ζήλια, έτσι δεν είναι;
Πολύ όμορφο βράδυ.
30. William Basinski / Simple Things Festival — Bristol IMAX, 18/10/2019
Το Simple Things Festival είναι ένα ιδιαίτερο φεστιβάλ της πόλης που λαμβάνει χώρα σε διάφορα venues και έχει ως χαρακτηριστικό την ποικιλομορφία, την ευρεία γκάμα ήχων και επιλογών. Στο μενού θα βρει κανείς και δύστροπους πειραματιστές και pop μπάντες και παλιές καραβάνες και ολόφρεσκα, ορεξάτα φυντάνια. Για το έτος 2019 οι διοργανωτές επέλεξαν τον κλασσικό πλέον William Basinski να αναλάβει το εναρκτήριο live του φεστιβάλ. Όντας από τους λίγους ανθρώπους που μπορούν να κοιτάξουν στα μάτια το φαινόμενο Brian Eno σε ότι αφορά την ambient, ο Basinski δημιουργεί εδώ και σχεδόν τέσσερεις δεκαετίες τα μελαγχολικά κυρίως ηχοτοπία του, χρησιμοποιώντας κατά βάση λούπες από μαγνητοταινίες και παλιά μαγνητόφωνα.
Στην τεχνολογικά εντυπωσιακή κινηματογραφική αίθουσα Bristol IMAX και μαζί με τους visual artists Evelina Domnitch και Dmitry Gelfand, ο Νεοϋορκέζος avant-garde συνθέτης θα παρουσίαζε για πρώτη φορά το έργο “10.000 Peacock Feathers in Foaming Acid”.
Τον είχα δει ζωντανά όταν είχε παίξει στην Αθήνα στη αγγλικανική εκκλησία του Αγίου Παύλου, το Μάη του 2017, και ήταν εξαιρετικός, αλλά το όλο σκηνικό στην παρούσα φάση προμήνυε κάτι ακόμα καλύτερο.
O Basinski λοιπόν ξεκίνησε να δομεί τα χαρακτηριστικά του drones ενώ οι Domnitch και Gelfand σκανάρανε, χρησιμοποιώντας λέιζερ, την επιφάνεια από συστάδες σαπουνόφουσκων. Ενώ οι ακτίνες περιφέρονταν στην επιφάνεια των μεμβρανών, σχηματιζόταν μία σε τεράστιο βάθος προβολή του σκαναρίσματος μιας και οι σαπουνόφουσκες λειτουργούσαν σαν αντικατοπτρικοί φακοί σε μέγεθος μορίου. Άλλο να το περιγράφεις βέβαια κι άλλο να το βλέπεις.
Η τεράστια γιγαντοοθόνη και η αρχιτεκτονική του χώρου σε έβαζαν στην κυριολεξία μέσα στον ήχο και τα αν μη τι άλλο ευφάνταστα visuals έδεναν γάντι με το ηχητικό περιτύλιγμα. Οι δημιουργοί δε φοβήθηκαν να χρησιμοποιήσουν τη “less is more” μέθοδο για να σε ωθήσουν να βουλιάξεις μέσα στο οπτικοακουστικό θέαμα και αν θέλουμε σώνει και ντε να καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα, αυτό είναι πως τα όρια της τέχνης ήταν, είναι και θα είναι ακαθόριστα και εκεί κρύβεται και η ομορφιά της. Το αναφέρω αυτό για όσους βιαστούν να στραβομουτσουνιάσουν σχετικά με το περίπλοκο και το εκκεντρικό της υπόθεσης. Τα πράγματα είναι απλά, take it or leave it. Προσωπικά και στην προκειμένη, βρήκα το τελικό αποτέλεσμα θαυμάσιο.
31. Sunn O))) / SWX, 24/10/2019
Αν έχεις την πετριά της μουσικής να σε κυνηγάει απ’ όταν κατάλαβες τον εαυτό σου, αναπτύσσονται εκούσια διάφορες μέθοδοι στο ακατάπαυστο κυνήγι ανακάλυψης νέων ερεθισμάτων και απολαύσεων. Μια από αυτές τι μεθόδους που ευτυχώς ανέπτυξα από σχετικά μικρός ήταν να λαμβάνω υπόψη μου τις φήμες και το θόρυβο απ’ όπου κι αν προέρχονται. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, ανεξαρτήτως του ποια ακούσματα θα προτιμήσω να διαλέξω όταν είμαι σπίτι μου, όταν επιλέγω μουσικές για άλλους κλπ κλπ, πάντα έδινα βάση στο ποιοι έχουν φήμη ότι είναι καλοί στα live. Ακόμη λοιπόν κι αν θα πέρναγα ελάχιστο προσωπικό χρόνο με τις μουσικές αρκετών συγκροτημάτων ή μουσικών, το σούσουρο γύρω από τα κατορθώματά τους επί σκηνής θα με ωθούσε να πάω να τους δω και σε πολλές περιπτώσεις αυτό ήταν πραγματική ευλογία. Θέλετε παραδείγματα; Οι Swans, o Nick Cave, οι Sonic Youth, o Femi Kuti και το καλύτερο live στο οποίο έχω παρευρεθεί ποτέ βεβαίως, εκείνο των Pan Sonic στο Bios το 2009. Αυτή η μέθοδος ήταν και η αιτία που πήρα το δρόμο για το SWX ώστε να δω τους ακριβοθώρητους Sunn O))).
Το κοινό ήταν αναμενόμενα πολυσυλλεκτικό με μια essence ανοιχτόμυαλου μεταλά να κυριαρχεί όμως, μην κρυβόμαστε. Έβλεπες και τον κλασσικό καραφλοχετά (τελικά είναι διεθνές το φαινόμενο) που δεν θα πετύχεις πουθενά αλλού ακόμη κι αν περπατάς 10χλμ κάθε μέρα πάνω-κάτω στην πόλη, αλλά δεν ήταν μια αυτούσια metal συναυλία. Στα μπαρ δε, μπορούσες να αγοράσει ωτοασπίδες μιας και τα στρώματα θορύβου που θα ακολουθούσαν δε θα χάιδευαν τα αυτιά κανενός. Πήρα ένα ζευγάρι για καλό και για κακό αλλά με τόση προϋπηρεσία στα γνήσια, τα ανδρίκια τα λαϊβάδικα και τα μπαρς της Αθήνας, τολμώ να πω πως μπορούσα και χωρίς αυτές. Δεν αποκλείεται βέβαια μέρος της ακοής μου να με έχει αποχαιρετήσει χωρίς επιστροφή και δεν το λέω σε καμία περίπτωση για κατόρθωμα.
Τώρα όσον αφορά το live καθαυτό, ήταν καλό. Με το γνωστό τους ποτάμι από feedback οι Αμερικάνοι θορυβοποιοί στοχεύουν σε όλη σου τη φυσική και νοητική υπόσταση. Τα κύματα που σε χτυπούν πατόκορφα δημιουργώντας αργόσυρτα μεταμοντέρνα mantras, βαριά κι ασήκωτα, έχουν ως σκοπό να σε λούσουν ολόκληρο και να σε καθαρίσουν. Και ναι, το εγχείρημα λειτουργεί. Οι εμφανίσεις των ηχητικών αλχημιστών από το Seattle ουσιαστικά έχουν και καθαρτήριο χαρακτήρα για να μην πω κυρίως και χαρακτηριστώ ως μονοδιάστατος. Ε σε αυτό προσθέστε το πάντα πιασάρικο και ιντριγκαδόρικο περιτύλιγμα με τις μεσαιωνικές ενδυμασίες και τη μυστηριακή/μυστικιστική αισθητική και έχουμε όλους τους λόγους που τους έκαναν να ξεχωρίσουν και να δημιουργήσουν hype γύρω από το όνομά τους.
Προσδοκούσα κάτι πιο εντυπωσιακό για να είμαι ειλικρινής αλλά δεν το μετάνιωσα καθόλου.
(a blast from the past)
32. The Comet Is Coming, Leafcutter John / Komedia, 27/11/2019, Bath
Κι ενώ περίμενα γνωστό Αθηναίο produca και dj (ναι αυτόν με την παντόφλα που τον κόπιαρε ο Pharoah Sanders) να με επισκεφτεί εδώ στην ξενιτιά, έχοντας πάρει και εισιτήρια για να πάμε να δούμε τους Κομήτες και αφού είχα ήδη πλέξει αρκετές φορές το εγκώμιο τους, έσκασαν οι γνωστοί λόγοι ανωτέρας βίας και η σύζευξη Γούβας-Bedminster δεν έγινε ποτές.
(θ’ ακούσουμε Γούβα-Πατήσια τότες για να θυμηθούμε τα παλιά)
Το Komedia είναι ένα από τα γνωστά venues της ευρύτερης περιοχής με τα βραβεία του με τα όλα του. Αρκετά μεγαλύτερο από το Thekla που είδα τους Comets για πρώτη φορά, η επιλογή του αποτελεί πιθανότατα μία έμπρακτη απόδειξη ότι όλο και περισσότερος κόσμος μαθαίνει για τα κατορθώματά τους και ενδιαφέρεται να τους δει ζωντανά. Το Leafcutter John δεν το ήξερα καθόλου αλλά γκουγκλάροντας τον μετά έμαθα ότι είναι σχετικά παλιά καραβάνα. To εντυπωσιακό στην εμφάνισή του ήταν ότι χρησιμοποιούσε ακτίνες φωτός προερχόμενες απο δύο gadgets που έμοιαζαν με φακούς για να δημιουργήσει τους ηλεκτρονικούς του ήχους και οπτικά τουλάχιστον το αποτέλεσμα ήταν αρκούντως εντυπωσιακό. Ηχητικά δεν υστερούσε σε καμία περίπτωση αλλά δεν πάθαινες και μπακακάο. Τον ξαναέβλεπα άνετα πάντως.
Στο κυρίως πιάτο τώρα, δυστυχώς, το απρόσμενο της πρώτης φοράς που συναντήθηκα με τους Comets δεν ήταν εφικτό να επαναληφθεί και η αλήθεια είναι πως το Thekla με όλη του τη στριμοκωλίαση ήταν ιδανικότερο σκηνικό. Πάραυτα, η μπάντα έκανε απόλυτα το καθήκον της, έστησαν πάλι το φευγάτο, πολυδιάστατο και γεμάτο ενέργεια γλέντι τους και δείχνουν να εδραιώνονται ως ένας συμπαγής εκπρόσωπος της σύγχρονής, ψυχεδελικής μουσικής πραγματικότητας. Το αξίζουν και με το παραπάνω και είναι λίγες οι φορές που θα βρει κανείς τόσο ενδιαφέρουσα συνάντηση και σύμπτυξη διαφορετικών επιρροών.
33. Pram / Louisiana, 15/12/2019
Αυτούς τους τόσο περίεργους και περιπετειώδεις τύπους από τα 90s το ομολογώ ότι τους είχα ξεχάσει εντελώς. Ακόμη και η ανάμνηση του ονόματος τους είχε καεί μέσα στο σκληρό δίσκο, μέχρι που είδα μια αφίσα καθώς περπατούσα αμέριμνος και έγινε ακούσιο reboot στο κεφάλι μου. Πω πω, ποιος τους θυμήθηκε και πώς; Μεγάλη και ευχάριστη έκπληξη μιας και λίγες μπάντες μπορούν τόσο επάξια να κερδίσουν το χαρακτηρισμό “καλά κρυμμένο μυστικό”. Δε γράφω “διαμαντάκι ” γιατί πιστεύω ότι θα έπρεπε να απαγορευτεί δια νόμου η χρήση της συγκεκριμένης λέξης και καθένας που τη χρησιμοποιεί μετά το 10ο κείμενό του να τιμωρείται παραδειγματικά ακούγοντας με ακουστικά στο ριπίτ το “Μαγκάβα Τουτ”, στη βερσιόν Νίκου Κοκλώνη και Χριστίνας Παππά. Ακούγοντας ε, όχι βλέποντας, μην κλέψει κανείς.
Και Pram λοιπόν και Louisiana στο οποίο δεν είχα ξαναπάει. Το Louisiana είναι το χαμηλοτάβανο πατάρι μιας πάμπ, το οποίο εδώ και 25 χρόνια μεγαλώνει γερούς γερούς μουσικόφιλους και το οποίο σύμφωνα με το επίσημο site χωράει 140 άτομα. Δε θα ήθελα για κανένα λόγο να ζήσω κάτι τέτοιο μιας και τα 30–40 που ήμαστε εκεί μέσα περιμένοντας να δούμε τους Pram μου φαίνονταν ήδη αρκετά, αλλά έχει πλάκα πώς η οικογενειακή αυτή επιχείρηση έγινε λαϊβάδικο χωρίς να έχει καν σκηνή, μετά από μια φωτιά στο Fleece το 1996. Έτσι απλά με συνοπτικές διαδικασίες, βρέθηκαν να παίζουν εκεί οι Placebo και οι Super Furry Animals …and so the story goes.
Αν και οι Pram εντάσσονται στο πρώιμο post rock, προσωπικά πιστεύω ότι η συγκεκριμένη ταμπέλα τους αδικεί. Οι μουσικές τους ανοίγουν τα φτερά τους σε ακόμα μεγαλύτερη γκάμα, δανείζονται από παντού και δημιουργούν κάτι πολύ δικό τους. Βρήκαν στέγη στις Too Pure και Domino και χρησιμοποιούν πέραν των κλασσικών οργάνων, από θέρεμιν μέχρι κλαρινέτο, από σαξόφωνο μέχρι μελόντικα κι από συνθεσάιζερ μέχρι τρομπόνι, χωρίς να τα αναφέρω όλα. Βγάζουν ασπροπρόσωπους όλους τους πατέρες και όλες τις μητέρες που αποφάσισαν να ασπαστούν την ελευθερία της φόρμας ως μουσική έκφραση και εγγυώνται να κάνουν πολύ καλό στο μυαλουδάκι κάθε επίδοξης ακροάτριας και κάθε επίδοξου ακροατή.
Αυτά όλα τα παρουσίασαν και ζωντανά το Δεκέμβρη που μας πέρασε με τη στιβαρότητα της 5ης δεκαετίας ζωής να τους συντροφεύει ως οντότητες και η αλήθεια είναι πως αν μου έλεγε κάποιος ότι θα τους πετύχαινα να τους δω, μάλλον θα τον κορόιδευα. Ε, δεν πειράζει τώρα μπορώ να αυτοκοροϊδευτώ με την ησυχία μου και να προσθέσω μια ακόμη υπέροχη συναυλιακή ανάμνηση στο προσωπικό ημερολόγιο. Αγαπημένο μου ημερολόγιο οι Pram τα σπάνε!
34. Wire / The Fleece, 27/1/2020
Οι Wire έχω την εντύπωση ότι χαίρουν μεγαλύτερης αναγνώρισης και αποδοχής στις μέρες μας παρά όταν ξεκίνησαν στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Όλο και περισσότεροι είναι εκείνοι που ανακαλύπτουν τους, κατ’ εμέ, Εγγλέζους Television και τον τόσο ιδιοσυγκρασιακό τρόπο με τον οποίο προσέγγισαν το punk απ’ όλες τις κατευθύνσεις. Ως punk rock, ως post-punk, ως art punk, ως ακούσια επιρροή του hardcore punk, ως αγνοί και αληθινοί εκφραστές αυτού που θα ορίζαμε εν γένει punk, για να μη μακρηγορούμε. Οι ίδιοι βέβαια, θα έβρισκαν περιοριστική τη χρήση του όρου punk στην περιγραφή μου οπότε ας πούμε rock για να είμαστε 100% μέσα. Δεν τους είχα δει ποτέ ζωντανά ως τώρα αλλά πάντοτε έτρεφα αμέριστο θαυμασμό για τη μουσική τους αλλά και τη στάση τους γενικότερα. Να λοιπόν ένας ωραίος τρόπος να ξεκινήσει συναυλιακά όχι μόνο η χρονιά αλλά και η δεκαετία, σκέφτηκα.
Support act στην προκειμένη δεν ήταν κατά το σύνηθες μια άλλη μπάντα αλλά ο Graham Duff. Ο εν λόγω κύριος αποτελεί εγχώρια εναλλακτική περσόνα και έχει καταπιαστεί με πολλά και διάφορα. Ηθοποιία, παραγωγή τηλεόρασης και ραδιοφώνου, επιμέλεια soundtrack και συγγραφή. Κύριο πιάτο στην εμφάνισή του το βράδυ εκείνο υπήρξε η ανάγνωση μερικών αποσπασμάτων από το τελευταίο του βιβλίο “Foreground Music — A Life in 15 Gigs” (Σας θυμίζει κάτι; Δεν του έκλεψα την ιδέα πάντως, τουλάχιστον όχι συνειδητά). Πασχίζοντας να κρατήσει σε ενδιαφέρον το κοινό, αν μου έμεινε κάτι είναι η ιστορία για κάποιο live των Velvet Underground μετά την επανένωση και το πόσο κακοί ήταν επί σκηνής. Πόσο άσχημα ένιωθε γι’ αυτούς και πόσο αμήχανο ήταν να βλέπει τους νεανικούς του ήρωες να είναι τόσο εμφανώς ανούσιοι στην προσπάθειά τους να παίξουν ζωντανά. Αφού τέλειωσε, έμπλεξε το εγκώμιο των Wire και μας αποχαιρέτησε.
Πού να το φανταζόμουν ότι ο τύπος αυτός με ένα μικρό του απόσπασμα θα κατάφερνε να περιγράψει σχεδόν απόλυτα το συναίσθημα που μου δημιουργήθηκε με το που τελείωσε το live.
Πραγματικά έκανα φιλότιμες προσπάθειες να καταλάβω γιατί οι συμπαθέστατοι αυτοί κύριοι (3 από την αρχική σύνθεση + ένας πιτσιρικάς) παίζουν ακόμα ενώ είναι εμφανές ότι δεν το ΄χουν. Είναι για οικονομικούς λόγους; Απόλυτα σεβαστό. Είναι για να βγάλουν γούστα; Επίσης, απόλυτα σεβαστό. Γενικά καλά κάνουν και κανένας δεν θα τους πει τι να κάνουν. Καλά κάνω κι εγώ όμως να έχω το δικαίωμα να μπορώ να ισχυριστώ ότι δεν τραβάει αυτό που κάνουν.
Σκοτώνουν μωρέ τα punk άλογα όταν γεράσουν; Έχεις κάτι να προτείνεις ή απλά θες να λες την αποψάρα σου, το αναμενόμενο ερώτημα; Καταρχάς να ξεκαθαρίσουμε ότι κάποιος νεότερος μιλάει εκ τους ασφαλούς όταν μιλάει για κάποιον μεγαλύτερο, είναι απόλυτα σαφές και δε χρειάζεται παραπέρα ανάλυση. Φυσικά και δεν τα σκοτώνουν, κάθε άλλο. Τα φροντίζουν, τα περιποιούνται, τα αγαπάνε και τα σέβονται. Δεν τα βάζουν όμως να τρέχουν σε αγώνες. Και το punk είναι αγώνας, δεν είναι πικ-νικ στην εξοχή. Πόσο μάλλον αυτό των Wire που τα κομμάτια βγαίνουν με μια ανάσα.
Ας παίζουν όσο θέλουν live οι Wire και οι κάθε Wire αν αυτό επιθυμούν και έτσι περνούν καλά. Υπέροχη αφορμή να μαζευτούν παλιοί φίλοι και να δημιουργηθούν νέοι. Θα πάω κι εγώ στο live και θα προσφέρω ό,τι και όσα μπορώ. Ας μην εθελοτυφλούμε όμως και ας μην κολακεύουμε χωρίς φειδώ. Τουλάχιστον αυτός είναι ο δικός μου τρόπος να βλέπω τα πράγματα και μέσα από το οξύμωρο σχήμα ενός φαλακρού συγγραφέα που μπορούσε να δει τα αρνητικά στην προηγούμενη γενιά αλλά όχι στη δικιά του, ενώ δεν ενθουσιάστηκα με όσα είδα και άκουσα, έφυγα με ένα σπουδαίο μάθημα ζωής.
35. Amadou Diagne and Group Yakar / The Star, 29/2/2020
Ο Amadou Diagne είναι ένας Σενεγαλέζος μουσικός που γυρνάει τον κόσμο, συνεργάζεται με πολλούς και διάφορους και φροντίζει, αρχικά να διασπείρει την τόσο σπουδαία μουσική παράδοση της Δυτικής Αφρικής και κατά δεύτερο λόγο να τη μπολιάζει με χίλια-δυο άλλα στοιχεία, εξελίσσοντάς την και διατηρώντας την ταυτόχρονα. Μια καθόλα υγιής διαδικασία μέσα από την οποία γεννιούνται ξεσηκωτικά βράδια σαν εκείνο το Σαββατόβραδο που καθιστά το 2020 δίσεκτο και το οποίο με έναν ιδιαίτερο τρόπο θα μείνει για πάντα χαραγμένο στη μνήμη μου ως η τελευταία στιγμή του κόσμου όπως τον ξέραμε προ κορονοϊού. Το ίδιο θαρρώ ένιωθαν και όλοι οι παρευρισκόμενοι στην απόκεντρη παμπ όπου βρεθήκαμε για να ακούσουμε τον Αmadou και την μπάντα του. Ένα πλήθος όμορφων ανθρώπων από κάθε μεριά του πλανήτη, κάθε ηλικίας και με κοινά χαρακτηριστικά τον αλληλοσεβασμό και την ανεκτικότητα έγιναν ένα υπό τους ήχους που συνέδεαν την μαμά Αφρική με τον υπόλοιπο κόσμο, στριμώχτηκαν, χόρεψαν, χαμογέλασαν και γλέντησαν με την ψυχή τους, απολαμβάνοντας μια αίσθηση ελευθερίας που είναι άγνωστο το πότε θα συναντήσουμε ξανά. Η πολυεθνική και γκρουβάτη μπάντα φρόντισε με τον καλύτερο τρόπο να καλύψει την αμηχανία και την φυσιολογική ενστικτώδη ανησυχία των παρευρισκόμενων, υπενθυμίζοντας ότι ο φόβος ναι μεν φυλάει τα έρμα αλλά καλό είναι να μην του επιτρέπουμε να πρωταγωνιστεί, γιατί εγκλωβιζόμαστε μέσα του και δε μένει χώρος για τίποτα άλλο. Το συναίσθημα το οποίο το σώμα μου ανακάλεσε ήταν εκείνο των πρώτων χρόνων της κρίσης στην Ελλάδα, όταν οι άνθρωποι προσπαθούσαν κάπως ατσούμπαλα να κρατήσουν μια ισορροπία ανάμεσα σε όσα ένιωθαν και όσα σκέφτονταν. Η γλυκόπικρη ειρωνεία του να το έχεις ξαναπεράσει κάπως όλο αυτό. Από τη μία δε σοκάρεσαι από την άλλη δεν έχεις και κανέναν απολύτως λόγο να χαίρεσαι. Τουλάχιστον πάντως η χαρά ήταν άπλετη, διάχυτη και ειλικρινής στο μικρόκοσμο που δημιουργήθηκε για λίγο με αφορμή το Σενεγαλέζο μουσικό και την παρέα του, οπότε αυτό κρατάμε και χαμογελάμε διάπλατα.
Κάτι σαν επίλογος
Ξεκίνησα να γράφω το συγκεκριμένο σεντόνι στις 8 Απρίλη του 2020 αφού είχε ήδη αρχίσει και στην Αγγλία το lockdown και σήμερα που βάζω τις τελευταίες πινελιές είναι 6 Ιουνίου. Κατά κάποιο τρόπο ζώντας στον ενδιάμεσο χώρο που ενώνει δύο πραγματικότητες, την Αγγλική και την Ελληνική, ήταν σα να βιώνω την όλη κατάσταση εις διπλούν αλλά και ουδέτερα ταυτόχρονα. Αν αναλογιστούμε ότι σε αυτό το διάστημα ήρθα διαδικτυακά ή τηλεφωνικά σε επαφή και με ανθρώπους που κατοικούν σε πολλά και διάφορα μέρη του πλανήτη, θέλουμε άλλο ένα σεντόνι για να εστιάσουμε στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τη μοναδικότητα της κάθε περίπτωσης.
Ουσιαστικά πάντως όλοι τα ίδια σκέφτονταν, όλοι τις ίδιες φοβίες εξέφραζαν και όλων οι απόψεις πάνω-κάτω γύρω από τους ίδιους προβληματισμούς περιστρέφονταν. Καθένας και καθεμία το παλεύαν με τον τρόπο που ήξεραν και μπορούσαν, ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες.
Ανά στιγμές και λόγω των δικού μου ιδιαίτερου πλαισίου ζωής, έπιανα τον εαυτό μου να παρατηρεί μοτίβα στις ανθρώπινες συμπεριφορές, να αποκόβεται εντελώς από αυτό που ονομάζουμε ροή των γεγονότων και να απολαμβάνει την ελευθερία χρόνου που απρόσμενα παρουσιάστηκε. Ένα από τα αποτελέσματά της άλλωστε είναι και το κείμενο που διαβάζετε.
Επειδή όμως δε μου αρέσει και τόσο να θεωρητικολογώ αλλά να παρουσιάζω χειροπιαστά παραδείγματα, θα σταθώ σε αυτό που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση.
Για τους δύο σχεδόν αυτούς μήνες που διήρκησε η καραντίνα, σε μία παραδοσιακά και στερεοτυπικά βροχερή και συννεφιασμένη χώρα, όπως η Αγγλία, η αλλαγή του καιρού ήταν τόσο εμφανώς εντυπωσιακή που δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε. Πολλή λιγότερη βροχή, ηλιοφάνεια, υψηλές θερμοκρασίες και καθαρός ουρανός. Σύμπτωση; Μπορεί. Αν όχι όμως;
Μήπως επηρεάζουμε πολύ περισσότερο απ’ όσο νομίζουμε το οικοσύστημα στο οποίο ανήκουμε (και δε μας ανήκει) με τη δραστηριότητά μας; Μήπως χρειάζεται να αναθεωρήσουμε πολλά απ’ όσα ξέρουμε κι απ’ όσα κάνουμε; Γίνεται να επιστρέψουμε στο γνώριμο πλαίσιο ζωής προσποιούμενοι ότι δεν υπάρχει ελέφαντας μες στο δωμάτιο; Ακόμη κι αν κάποιος είναι ο πιο κυνικός υλιστής ή ο πιο ρομαντικός ιδεαλιστής νομίζετε ότι ο ελέφαντας θα κοιτάξει το βιογραφικό του πριν περάσει από πάνω του;
Δεν ξέρω αν θα σε απογοητεύσω, αλλά συγκεκριμένες, μεγαλόστομες και σαφείς απαντήσεις σε τόσο μεγάλα ερωτήματα μην ψάχνεις στα δικά μου κείμενα αγαπητή αναγνώστρια και αγαπητέ αναγνώστη, καθώς δεν είναι ούτε επιστημονικά ούτε θεολογικά. Εξάλλου, οι βεβαιότητες μου συνεχώς κατατροπώνονται και οι ερωτήσεις μου αυξάνονται καθώς τα χρόνια περνούν. Αν από την άλλη ψάχνεις μοίρασμα, διάλογο, παρέα, μπόλικες σαχλαμάρες και πού και πού παράθεση σκέψεων και προβληματισμών, καλώς να διαβείς!
Ευχαριστώ ειλικρινά για την υπομονή σας, όσοι φτάσατε ως εδώ, και μιας και περισσότερο απ’ όλα, αυτό το διάστημα, μου έλειψαν οι δικοί μου άνθρωποι, θα κλείσω με τις δύο λέξεις που ξεστομίζω όποτε μιλάω με κάποιον-α που αγαπάω:
Καλή αντάμωση!
Θάνος Σιόντορος
*Ο τίτλος του κειμένου είναι δανεισμένος από το ομώνυμο κομμάτι που κλείνει το πρώτο άλμπουμ των Massive Attack, της σπουδαιότερης μάλλον μπάντας που έβγαλε ποτέ η πόλη του Μπρίστολ.
*Οι φωτογραφίες που παρατίθενται είναι τραβηγμένες από εμένα με το υπερσύγχρονο smartphone μου. DIY για πάντα κι έτσι, εξού και η καταπληκτική ποιότητα αυτών (ελπίζω να γίνεται αντιληπτή η λεπτή ειρωνεία). Εξαίρεση αποτελεί εκείνη του Aidan Moffat που την τράβηξε η φίλη μου η Ίριδα, η οποία ομολογουμένως βγάζει καλύτερες φωτογραφίες.
*Επιτρέπεται η αναπαραγωγή, η αντιγραφή, η αναδημοσίευση, η ξεπατικωτούρα και η προφορική απαγγελία του παρόντος λογοτεχνικού αριστουργήματος από οποιαδήποτε και οποιονδήποτε και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Αν θέλετε μπορείτε να το τυπώσετε σε χαρτί υγείας (άργησα βέβαια λίγο να το σκεφτώ επιχειρηματικά το συγκεκριμένο πρότζεκτ), σε μίκυ μάου ή σε πάπυρο. Κάντε ό,τι θέλετε, εκφραστείτε ελεύθερα.
*Αν σας άρεσε εν κατακλείδι, τόσο πολύ τούτο δω το πόνημα, ώστε να σας βγαίνει πηγαία να μου κολλήσετε κολλαριστά πεντάευρα στο κούτελο, έχω κάτι άλλο να αντιπροτείνω. Μιας και οι καιροί είναι περίεργοι και μάλλον θα συνεχίσουν να είναι, στηρίξτε όσο μπορείτε τους μουσικούς αγοράζοντας τη δουλειά τους. Απλά φροντίστε να μην είναι οι Metallica ή ο Γιώργος Νταλάρας. Madonna κομπλέ, υιοθετώ.
*Το κείμενο είναι αφιερωμένο με πολλή αγάπη, τρυφερότητα και ευγνωμοσύνη στη μνήμη του πατέρα μου.